Είχες και στο χωριό σου brunch? Ναι ρε φίλε, είχα. Και κατά πάσα πιθανότητα να είχες και εσύ, και να μην το γνώριζες…
Ναι ρε φίλε, είχα. Και κατά πάσα πιθανότητα να είχες και εσύ, και να μην το γνώριζες…
Καλημέρα! 🙂 Αφορμή για αυτό το post στάθηκε η χιουμοριστική ανάρτηση φίλης που είδα πρωί πρωί στο fcbk, και ρωτούσε “Είχες και στο χωριό σου brunch?” για να ακολουθήσει πλήθος σχολίων, πάντα σε χιουμοριστικό ύφος γραμμένα μεν, αφοριστικά όσον αφορά την συνήθεια του brunch στα Ελληνικά -τουλάχιστον- χωριά, δε.
Sorry guys, αλλά κατά την δική μου ταπεινή γνώμη, το “Brunch” είναι ένα κατεξοχήν Ελληνικό γεύμα, ή μάλλον μία κατεξοχήν Ελληνική συνήθεια, που επιδιδόμασταν οι περισσότεροι από εμάς, είτε στα χωριά -ίσως ακόμη περισσότερο στα χωριά- είτε στις μεγαλουπόλεις της χώρας μας. Όσο μεγαλύτερη η ανάγκη της μάζοξης της οικογένειας τόσο ανθεί η έννοια και η συνήθεια του “brunch”. Του γεύματος που θα μας καλέσει όλους λίγο πιο νωρίς, λίγο πιο αργά στο τραπέζι αφού αποτελεί μία ιεροτελεστεία της ημέρας αργείας της εβδομάδας, και το οποίο θα συνοδέψουμε με καφέ ή με αλκοόλ.
Αν και τις πρώτες αναφορές της λέξης «brunch» τις συναντάμε στην αργκό των μαθητών της Αγγλίας στα τέλη της δεκαετίας του 19ου αιώνα, επίσημα καταγράφεται στην ιστορία του έντυπου κόσμου το 1895 από τον βρετανό συγγραφέα Guy Beringer και συγκεκριμένα στο περιοδικό «Hunter’ s Weekly». Εκεί ο Beringer περιγράφει το brunch ως εξής: «Το brunch είναι ευχάριστο, κοινωνικό και ευνοεί τις συνομιλίες. Σου φτιάχνει τη διάθεση, σε κάνει να νιώθεις ικανοποιημένος με τον εαυτό σου και τους γύρω σου καθώς διώχνει μακριά τις ανησυχίες και τις έγνοιες της εβδομάδας. Την ίδια στιγμή σου επιτρέπει να διασκεδάσεις περισσότερο το Σάββατο το βράδυ χωρίς να χρειάζεται να σηκωθείς νωρίς την επόμενη ημέρα.»
Σε προσωπικό επίπεδο, γεννημένη και μεγαλωμένη σε μία τυπική Ελληνική αστική οικογένεια, θυμάμαι πάντα την μητέρα μου, Κυριακή πρωί, εκεί γύρω στις 11, να είναι στην κουζίνα που μοσχομύριζε χίλια δυό αρώματα, και να φτιάχνει για την οικογένεια μας -τη στενή ή και την ευρύτερη- μία υπέροχα εντυπωσιακή ποικιλία από γλυκές και αλμυρές νοστιμιές, οι οποίες δεν αποτελούσαν ούτε το “παραδοσιακό” μας πρωινό ούτε το “κλασικό” μας μεσημεριανό. Αυτό που η τυπική αστική οικογένεια ονομάζει “του φούρνου” ή “της κατσαρόλας”. Ζεστά, φρεσκοψημένα κρουασάν, σπανακόπιτα, λουκάνικα, breakfast potatoes με καπνιστό σολομό, αυγά που παρουσιάζονταν σε μία μεγάλων διαστάσεων ομελέτα, scrambled, καγιανά ή τηγανιτά με μπέικον και τυρί, σπαράγγια, ψητά λαχανικά, συκωτάκια πουλιών -το καλύτερο της και το καλύτερο μας- σερβιρισμένα μέσα στο τηγάνι με μπόλικο σκόρδο και λεμόνι, η πιο υπέροχη πατατοσαλάτα, κρέπες με ζαμπόν και τυρί, πορτοκαλόπιτα και τηγανίτες με μέλι και κανέλα, εντυπωσίαζαν δίπλα στον αχνιστό καφέ για τους γονείς μου και στην φρουτοσαλάτα για εμένα και τον αδελφό μου. Εργαζόμενη, επιτυχημένη και πάντα πολυάσχολη η μητέρα μου, -όπως άλλωστε όλη η οικογένεια- ήταν ο δικός της τρόπος να μας φροντίσει την Κυριακή, ήταν το απόλυτο και το μοναδικό γεύμα όλης της εβδομάδας που είχαμε την πολυτέλεια να παίρνουμε όλοι μαζί.
Όσο ετοίμαζε όλες αυτές τις νοστιμιές η μητέρα μου, ο πατέρας μου κατέβαινε με τα πόδια στην πλατεία και έφερνε όλες τις Κυριακάτικες εφημερίδες στο σπίτι, ενώ εμείς κάναμε την επανάληψη των μαθημάτων μας, έως ότου μας καλέσει η μητέρα μου στο τραπέζι, εκεί γύρω στις 11.30΄, σε ένα γεύμα που δεν ήταν ούτε “πρωινό” ούτε “μεσημεριανό”, παίρναμε το “παραδοσιακό” μας “brunch”.
Μπορεί να μην το ονομάζαμε “brunch”, αλλά ακόμη και τώρα, χρόνια μετά, αυτή η οικογενειακή μας συνήθεια (που είμαι απόλυτα σίγουρη πως δεν είναι συνήθεια μόνο της δικής μου οικογένειας), αποτελεί την πιο δυνατή και συγχρόνως την πιο τρυφερή οικογενειακή μας ανάμνηση.
Οπότε ναι φίλε, μπορεί στο χωριό μου να μην γιορτάζαμε το Halloween και να μην είχαμε Thanksgiving, όμως Brunch είχαμε. Και πολύ καλό μάλιστα…
Καλή Κυριακή! xxx