Δεν μου άρεσε η Ζάκυνθος, έστω κι αν είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του άντρα μου. Δύο φορές είχα έρθει αλλά ήταν αρκετές για να διαπιστώσω πως το Ναυάγιο και η Καρέτα Καρέτα δεν έφταναν για να κλείσω τα μάτια στον ιδιαίτερα χαμηλής ποιότητας τουρισμό, με αποτέλεσμα το μέτριο σέρβις, το αδιάφορο φαγητό, την κατάντια του Λαγανά, τους μεθυσμένους Άγγλους, τις μαζικές παραλίες και τις ελάχιστες επιλογές.
Όλα αυτά έως να αποδεχθώ την πρόσκληση της Εύης Φέτση και του Πάνου Δεληγιάννη, να τους ακολουθήσουμε στις διακοπές τους στον Nobelo. «Μία παραδεισένια αγκαλιά στο βορειότερο κομμάτι της Ζακύνθου, που όμοια της δεν θα βρεις στα καλύτερα παράλια της νότιας Ιταλίας…» επέμεναν οι φίλοι μας, όταν μας εξιστορούσαν την ποιότητα της οικογένειας Νόμπελου, οι οποίοι δεν αρκέστηκαν στην επιτυχία του σαντουιτσάδικου «Serafino» που διατηρούσαν στην χώρα της Ζακύνθου (έστω κι αν ήταν τα καλύτερα σάντουιτς του νησιού), αλλά ακολούθησαν το όνειρο τους, μόχθησαν, εξελίχθηκαν, ταξίδεψαν, καλλιέργησαν την αισθητική τους, την παιδεία τους, απέκτησαν περισσότερες εικόνες, και δημιούργησαν το ομορφότερο prive resort όχι της Ζακύνθου, αλλά ολόκληρου του Ιονίου. Ένα βραβευμένο εστιατόριο ακριβώς πάνω στη θάλασσα, με το δικό του μποστάνι, την καλύτερη λίστα από fine wines, και με τέσσερα μόλις δωμάτια για να φιλοξενήσουν την εκλεκτή πελατεία τους, ο Nobelos συγκεντρώνει beautiful people από όλον τον κόσμο, που προτιμά τη διακριτική πολυτέλεια, που δεν τους ενδιαφέρει to see and be seen and make noise αλλά να απολαύσουν ό,τι εκλεκτότερο έχει να τους προσφέρει το fioro di Levante.
Και χαίρομαι πάρα πολύ που -έστω και τώρα- ανακάλυψα και εγώ, πως η ιδιαίτερη πατρίδα του άντρα μου, δεν αρκείται πλέον στο να επιδεικνύει το Ναυάγιο και την υπό εξαφάνιση Καρέτα-Καρέτα, αλλά και τον σεβασμό στον απαιτητικό τουρισμό και στην εκλεπτυσμένη φιλοξενία, ενός επισκέπτη που θέλει και αξίζει τα εκλεκτότερα.
Και του χρόνου, και κάθε καλοκαίρι, θα επιστρέφουμε πια εδώ…
Μία ανάρτηση στο Instagram, χθες το βράδυ, λίγες ώρες πριν αποχαιρετήσω πια αυτή τη μαγική γωνιά της Ζακύνθου, στο βορειότερο -και ομορφότερο- σημείο του νησιού, που οι βενετσιάνοι ονόμασαν «Il Fiore di Levante», το «Άνθος της Ανατολής».
Μία ανάρτηση-υπόσχεση επιστροφής σε ένα νησί με πλούσια φυσική ομορφιά, που ξεχωρίζει για την ποικιλία των λουλουδιών, των δέντρων και των άγριων βοτάνων του και φυσικά για τις πανέμορφες παραλίες του, που ωστόσο εγώ δεν γνώριζα πως πλέον θέλει και μπορεί να υποδεχθεί έναν ευζωιστή, πολυταξιδεμένο επισκέπτη με απαιτήσεις για αξέχαστες διακοπές. Μία ανάρτηση-χαρά, που μέσα από αυτές τις τρεις ημέρες στο Nobelo, αγάπησα από την αρχή, την ιδιαίτερη πατρίδα του άντρα μου.
Follow me…
«Μία παραδεισένια αγκαλιά στο βορειότερο κομμάτι της Ζακύνθου, που όμοια της δεν θα βρεις στα καλύτερα παράλια της νότιας Ιταλίας…» στριφογύριζαν ξανά και ξανά τα λόγια και η επιμονή της Εύης και του Πάνου, όλους αυτούς τους δύσκολους μήνες του χειμώνα που προηγήθηκε, σαν ζεστή παρηγοριά για ένα τριήμερο που ήθελα έτσι κι αλλιώς να ζήσω. “Πάμε?”, “Πάμε!” ήταν άλλωστε και το πρώτο μήνυμα που ανταλλάξαμε μεταξύ μας μόλις οι συνθήκες της πανδημίας το επέτρεψαν.
Φυσικά και όταν έγραψα “Δεν μου άρεσε η Ζάκυνθος, έστω κι αν είναι η ιδιαίτερη πατρίδα του άντρα μου…” δεν εννοούσα τις φυσικές ομορφιές του στολιδιού του Ιονίου, και λίγο σκεπτόμενος αναγνώστης να είσαι το αντιλαμβάνεσαι αμέσως αυτό. Και η Ρόδος πανέμορφη είναι, απλά δεν είναι το my cup of tea. Η Ζάκυνθος όμως μετά από αυτό το τριήμερο, -και με αφορμή την επίσκεψη μου στο Nobelo- μπήκε στην καρδιά μου και οπωσδήποτε στο top 5 των αγαπημένων μου, πλέον, προορισμών.
Τέσσερις μόλις σουίτες -όχι πολυτελείς, αλλά οπωσδήποτε παραδοσιακές, πεντακάθαρες, μεγάλες, φωτεινές και δροσερές, με τις κουβέρτες να τις έχει πλέξει η ίδια η κυρία Φωτεινή στο βελονάκι- και στην ποδιά τους ένα βραβευμένο -δικαίως- εστιατόριο, ακριβώς πάνω στην ολόλευκη prive παραλία. Αυτό είναι ο Nobelos. Αυτό και η απόλυτη έννοια των διακοπών, σε μία από τις ομορφότερες και πιο exclusive γωνίες της Ζακύνθου, που σου προσφέρουν απλόχερα όλη την ιδιωτικότητα που έχεις ανάγκη. Είναι αυτή η αίσθηση πως μπορείς για λίγες ημέρες να ζήσεις σε αυτό το ευλογημένο κομμάτι γης ξυπόλητος ολημερίς και ολονυχτίς, με ένα καφτάνι πάνω από το μαγιό σου, τρώγοντας όλα τα καλούδια από το μποστάνι της οικογένειας, όσο ο αγέρας του Ιονίου χαϊδεύει απαλά τα μαλλιά σου. Το ασίγαστο τραγούδι των τζιτζικιών σε καλεί να χορέψεις κάτω από τα αστέρια.
Αυτή είναι η μία -πολύτιμη σαν θησαυρός- εικόνα. Γιατί υπάρχει και άλλη. Αυτή, που ό,τι κι αν ονειρευτείς, εδώ θα το βρεις. Υψηλή γαστρονομία με ό,τι εκλεκτότερο ψαρεύεται από την θάλασσα ή γεννάει αυτή η γη. Μία λίστα από fine wines, που εκτός από μερικές από τις σπάνιες ετικέτες των καλύτερων αμπελώνων του κόσμου, μαρτυράει το μεράκι και την αγάπη της οικογένειας να επενδύσει μεταφορικά και πραγματικά σε αυτόν τον παράδεισο. Beautiful people από όλον τον κόσμο, που εδώ βρίσκουν την διακριτική, σχεδόν primitive αισθητική, πολύ μακριά από τις τουριστικές ορδές, τα νεοκοσμικά ήθη και την εύκολη πολυτέλεια, σε ένα τοπίο αδρό ανάμεσα σε θάλασσα και ουρανό.
Ξύλινα μοναστηριακά τραπέζια που φωτίζονται από τις λάμπες των ψαράδων και πάνω τους κλαδιά ελιάς. Λευκό χαλίκι, που χάνεται στην αγκαλιά των τυρκουάζ νερών του Ιονίου. Πελώρια πεύκα για να φωλιάσει στη πλούσια βλάστηση τους η πολυμελής χορωδία από τα τζιτζίκια. Κόσμος όμορφος. Διακριτικός, καλοζωισμένος. Έχουν έρθει με τα κότερα τους που έχουν δέσει αρόδου. “Ξέρεις πόσους billionaires έχουμε διώξει, πάντα ευγενικά, γιατί το μόνο που ήθελαν να ανοίγουν την μία σαμπάνια πίσω από την άλλη, δημιουργώντας φασαρίες;”
Και μετά, ήταν η βόλτα με το σκάφος. “Πάμε στις Σπηλιές και στο Ναυάγιο!” ήταν η ιδέα της παρέας, και δεν περίμενα, δεν ήξερα, πως η ομορφιά αυτής της πλευράς του νησιού θα μου έκοβε την ανάσα.
Όλα ξεκινάνε από τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις και η οικογένεια Νόμπελου, σήκωσε το κεφάλι ψηλά, κοίταξε το όνειρο της στα μάτια, το κυνήγησε, και το κατέκτησε. “Κάθε χρόνο βάζουμε και άλλο ένα λιθαράκι ώστε να γίνουμε καλύτεροι…” μου λέει ένας από τους γιους της Φωτεινής, ο Αλέξανδρος.
Οι Αύγουστοι μου στις Σπέτσες είναι πολύτιμοι γιατί χάνω τις ημέρες, δεν γνωρίζω την ώρα, δεν με ενδιαφέρει ο χρόνος. Τολμώ να πω, πως το ίδιο ένιωσα και αυτές τις ημέρες σε αυτόν εδώ τον κρυμμένο παράδεισο.
Συζητάμε για αυτό το νησί, που πλέον έχει αρκετές επιλογές ώστε να φιλοξενήσει όποιον θα ήθελε να το επισκεφθεί. Ο φίλος μας ο Γιάννης Λυμπερόπουλος, που ευκολάκι δεν τον λες, και που ήρθε σήμερα να πάρουμε το aperitif μας μαζί, μένει στο Olea, ένα από τα ομορφότερα ξενοδοχεία της Ζακύνθου, που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα καλύτερα πεντάστερα της Ελλάδας, ενώ ένα βράδυ πριν έρθουμε, ο Πάνος και η Εύη δείπνησαν στο Prosilio, ένα εξαιρετικό εστιατόριο πραγματικά πολύ υψηλών προδιαγραφών.
Έγραφε θυμάμαι ο Πάνος Δεληγιάννης στο fnl: Φτάνοντας μετά από περίπου μια ώρα οδήγηση από την πόλη της Ζακύνθου, συνειδητοποιώ ότι είμαι σε έναν παράδεισο. Το «bio-restaurant» και παραδοσιακός ξενώνας Nobelos είναι ένα επιμελώς ατημέλητο σκηνικό σε ένα ονειρικό σημείο του νησιού. Κάθε λεπτομέρεια είναι προσεγμένη, κάθε τι που φαίνεται παράταιρο έχει τον σκοπό του δημιουργώντας ένα νέο-παραδοσιακό, boho περιβάλλον υψηλής αισθητικής, δημιουργημένο για να χαλαρώσεις, να ξεχαστείς, να κάνει το μυαλό και τις αισθήσεις να ταξιδέψουν. Όλα τα επιμέρους στοιχεία δένουν στην εντέλεια με το μοναδικό αυτό spot, το φιλικό, αποτελεσματικό και ταυτόχρονα «ανέμελο» σέρβις κουμπώνει στην εντέλεια με την αισθητική και το εξαιρετικά προσεγμένο φαγητό (σε ποιότητα, εκτέλεση, παρουσίαση και υλικά) έρχεται να συμπληρώσει μια εικόνα αρτιότητας που σπάνια συναντάμε στην Ελλάδα …πόσο μάλλον σε ένα νησί όπως η Ζάκυνθος που –προς το παρόν- δεν φημίζεται για το υψηλό επίπεδο τουρισμού της.
…Ένας Έλληνας θα θαυμάσει την αρτιότητα του όλου project, θα εκτιμήσει τις εξαιρετικές γεύσεις (δοκίμασα για παράδειγμα τον κορυφαίο μουσακά των πολλών τελευταίων χρόνων) αλλά πιστεύω ότι –όπως και εγώ- θα ξαφνιαστεί από τις πολύ υψηλές τιμές (πχ μουσακάς στα €17, κρασιά επί τέσσερα και επί πέντε!) …ίσως και να το απορρίψει εξαιτίας αυτών. Ομολογώ ότι και εγώ πέρασα από αυτή τη φάση καταρχήν. Όμως όσο περνούσε η ώρα και δοκίμαζα πιάτα και αφηνόμουν να χαλαρώσω συνειδητοποιούσα ότι το Nobelos αξίζει τα χρήματά του, «δικαιούται» να ζητά αυτές τις τιμές. Μπορεί να έχουμε συνηθίσει να πληρώνουμε τέτοια ποσά σε πιο ντιζαϊνάτα και μοντέρνα μέρη, σε πιο κοσμικούς προορισμούς ή σε πιο εξωτικά εστιατόρια. Βλέπετε ο παράγοντας του εξωτισμού εμπεριέχει σημαντική προστιθέμενη αξία ψυχολογικά. Για σκεφτείτε όμως. Για ποιο λόγο η παραδοσιακή ελληνική κουζίνα, το παραδοσιακό ελληνικό περιβάλλον να μην μπορεί να διεκδικήσει τέτοιες τιμές; Για ποιο λόγο ένας αποδομημένος μουσακάς με τη «βαριά» υπογραφή ενός επώνυμου σεφ να κοστίζει €17 ή και παραπάνω και ένας –πραγματικά- κορυφαίος παραδοσιακός μουσακάς να μην αξιώνει την ίδια τιμή; Στο κάτω-κάτω ας μην ξεχνάμε ότι αυτό που για εμάς αποτελεί μια συλλογική, πλην όμως ξεχασμένη, μνήμη για τον μέσο δυτικό τουρίστα είναι εξίσου εξωτικό όσο είναι για εμάς ένα εστιατόριο με περουβιανή κουζίνα ή ένας προορισμός όπως οι Μαλδίβες.
…Κλείνοντας θα πω μόνο δύο πράγματα: Πρώτον, αν βρεθείτε Ζάκυνθο «πρέπει» να επισκεφθείτε το Nobelos. Και δεύτερον, εύχομαι η Ελλάδα να αποκτήσει πολλά τέτοια μέρη που όχι μόνο να «πουλήσουν» τη χώρα και την παράδοσή της, αλλά και να τολμήσουν να την τιμολογήσουν όσο –θα μπορούσε να- της αξίζει!”
Μα αν κάτι αξίζει περισσότερο από όλα όσα έγραψε ο Δεληγιάννης στο δικό του site ή εγώ παραπάνω, αυτό είναι το πρωινό γεύμα του Nobelos….
Εδώ το πρωινό έχει μία εντελώς δική του μυσταγωγική ιεροτελεστία, η οποία ξεκινάει από την πρώτη ύλη -ναι, η κότα που μας ξυπνάει κάθε πρωί είναι η ίδια που μας προσφέρει τα αυγά της-, συνεχίζει στην ποσότητα -αν ζητήσεις ένα γιαουρτάκι με φρούτα θα σου έρθει ένα εντυπωσιακό basket γεμάτο με ό,τι φρούτα μπορείς να ονειρευτείς και ένα πελώριο μπολ, από αυτά που προορίζονται για την σαλάτα, όπου σερβίρεται το ολόφρεσκο γιαούρτι. Όσο για τον χυμό του πορτοκαλιού, αυτός σερβίρεται σε μεγάλα ποτήρια από κομψό κρύσταλλο, στο κέντρο των οποίων βρίσκεται ένα υπέροχο κομμάτι πάγου, εξολοκλήρου φτιαγμένο από πορτοκάλι.
ΥΓ. Το post αυτό δεν είναι καθόλου, μα καθόλου διαφημιστικό. Έστω κι αν στον Nobelo αξίζει όλη η διαφήμιση του κόσμου….