Με αφορμή την έκθεση “Όταν το φως χορεύει, μιλώ δίκαια. Ο Γιώργος Σεφέρης και η ποίησή του μέσα από τη ζωγραφική και τη φωτογραφία”, που θα εγκαινιαστεί από τον Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, κύριο Προκόπιο Παυλόπουλο την Τετάρτη 8 Νοεμβρίου, στο Ίδρυμα Εικαστικών Τεχνών και Μουσικής
Βασίλη και Μαρίνας Θεοχαράκη , η Ελένη Αρβελέρ γράφει για την ποίηση του Σεφέρη.
«Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός» Γ.Σ.
Διαχρονικός Έλληνας ο Σεφέρης. Προσθέστε αν θέλετε ποιητής της μοίρας, του γένους και της ελληνικής ψυχής χάρη στην βαθειά αίσθηση της ιστορίας και στη γνώση του ελληνικού τρόπου ζωής που αδιάλειπτα παρά τις ιστορικές αντιξοότητες ακολούθησε. Δεν έχει βέβαια δοθεί σε όλους το χάρισμα να έχουν γεννηθεί στην κοσμοπολίτικη, αλλά ελληνικότατη Σμύρνη την αυγή του 20ου αιώνα και να έχουν ανατραφεί σε σπίτι με βιβλιοθήκη από γονείς και με αδέλφια (την Ιωάννα και τον Άγγελο) που ήξεραν πως την ιστορία την γράφουν καλλιτέχνες, ποιητές και επιστήμονες και όχι μόνο οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί. Έγινε διπλωμάτης(χωρίς να γνωρίσει τον πειρασμό της πολιτικής) επάγγελμα που άσκησε ως λειτούργημα, στους χαλεπούς καιρούς του πολέμου, πάντα στην υπηρεσία μιας δοκιμασμένης και αδικημένης πατρίδας.
Μαρτυρούν την αλήθεια της ιδιόρρυθμης φιλοπατρίας του Σεφέρη η εξοικείωση του με τους αρχαίους συγγραφείς, οι υπαινιγμοί του σε ιστορικά ή μυθικά γεγονότα, οι αναφορές του στην Ρωμιοσύνη, την Ρωμανία που «κι’ αν πέρασε ανθεί και φέρει κι’ άλλο», όπως το θέλει το ποντιακό τραγούδι, αλλά και η αγάπη του για το έργο του Μακρυγιάννη. Μιλώ για τα Απομνημονεύματα του στρατηγού που πρώτος ο Σεφέρης ανέδειξε και το ανέβασε στο ύψος πηγής και εγχειριδίου ανεκτίμητου της νεοελληνικής ιστορίας.
Η ζωή στα χρόνια του μινωικού πολιτισμού ζωντανεύει ποιητικά στο «Γραμμένο με μολύβι» ες Λάβρανδα, όπου ο Σεφέρης παρακολούθησε σχετικές ανασκαφές, όταν υπηρετούσε στην Τουρκία, Μπαγιαντέρες, ταυροκαθάψια, λογαριασμοί του λαβύρινθου τα εμπορεύματα που φτάνουν στην μικρασιατική αυτή πόλη κοντά στην Αλικαρνασσό που είχε σχέσεις με τους μινωικούς Κρήτες .
Να θυμίσω τη σχέση του Σεφέρη με τον τάφο του Βασιλιά της Ασίνης, τις πέτρες των Μυκηνών, που σήκωσε όσο μπόρεσε, τον κόσμο του Ομήρου και το μάταιο του Τρωικού μακροχρόνιου πολέμου «για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη». Λίγα αυτά από την προκλασική αρχαιότητα που έδωσε στον ποιητή έναυσμα για διαχρονικούς παραλληλισμούς με την σύγχρονη πραγματικότητα.
Είναι η ελληνική ψυχή κατά τον Σεφέρη στοιχειωμένη μέσα στα αγάλματα που είναι παντού κι’ ας είναι μέσα στα μουσεία. Ο γραμματέας της σουηδικής ακαδημίας είπε σε ομιλία του με αφορμή το βραβείο Νομπέλ πολύ εύστοχα, ότι ο Σεφέρης «είναι ο μόνος που ερμήνευσε το μυστήριο των λίθων, των μαρμάρινων θραυσμάτων και των σιωπηλών μειδιόντων αγαλμάτων».
Χρειάζεται να σταθώ ωστόσο λίγο περισσότερο στα παραθέματα από κείμενα της ελληνικής γραμματείας που χρησιμοποίησε ο Σεφέρης και ενέταξε σχεδόν αυτούσια στα ποιήματά του. Μιλούν εύγλωττα όχι μόνο για την βαθειά γνώση του των έργων αυτών, αλλά κυρίως θα έλεγα δίνουν με την επιλογή τους, τον τόνο της συγκινησιακής σχέσης του ποιητή με όλες τις πτυχές και εποχές της ιστορίας του ελληνισμού. Αδιάλειπτη για τον Σεφέρη η ελληνική συνέχεια και ανεξίτηλα τα ίχνη της, τόσο στα πατροπαράδοτα στην παράδοση, όσο και στην ατομική ζωή του κάθε Νεοέλληνα, που υποσυνείδητα και λάθρα, απ’ όπου κι’ αν προέρχεται, αναγνωρίζει κοινούς πανάρχαιους, υποδειγματικούς προγόνους.
Είναι σημαδιακό το να έχεις για δάσκαλο ή για έμπνευση εκτός από τους μεγάλους τραγικούς, τον Όμηρο, τον Πίνδαρο, τον Σωκράτη (μέσω Πλάτωνος βέβαια), αλλά και το Άσμα Ασμάτων (εξαίρετη η Σεφερική μετάφραση), την Αποκάλυψη και από κοντά τον Ερωτόκριτο, την Ερωφίλη, τον Μαχαιρά, τον Νεόφυτο Έγκλειστο (φόρος τιμής στην Κύπρο αυτοί) και καθηγούμενο πάντα τον Μακρυγιάννη. Λείπει ο Αριστοφάνης, αγνοούνται οι Βυζαντινοί παρά την προσήλωση του Σεφέρη στην Υπέρμαχο Στρατηγό, την Παναγιά με τα μύρια ονόματα. Παραβλέπει ο ποιητής (σπάνιες οι εξαιρέσεις) τους ομότεχνους σύγχρονους του και αυτό παρά τις αναφορές σε Θεοτοκά, Παπατζώνη, Κατσίμπαλη, σε καλβικές και σε σολωμικές κρυπτομνησίες.
Όμως στέκεται στοχαστικά σε ξένους όπως π.χ. στον Μπωντλαίρ, Ρεμπώ, Ώντεν, Πόε, Πάουντ και στον υποδειγματικό δάσκαλο T.S. Eliot. Αφήνω κατά μέρος αυτούς τους ξένους, παρόλο που ο καθείς με τον τρόπο του και σύμφωνα με την εθνική του παράδοση ανήκει στον συγγενή με τον Σεφέρη κόσμο, αυτόν της αποστασιοποιημένης πια απαισιοδοξίας και της σατυρικής αντιμετώπισης μιας πεζής καθημερινότητας για να σταθώ στις αποκαλύψεις που κάνουν λάθρα βέβαια, οι ελληνικές αναφορές: Βουρκωμένοι οι ποταμοί, βάλτοι γύρω και «βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες» ως και στη λίμνη του Μαραθώνα! Για λουλούδια, τα ασφοδέλια με τους νεκρούς συντρόφους, σε τόπους κλειστούς χωρίς διέξοδο «κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει» και το Αιγαίον πέλαγος ανθεί από νεκρούς. «Αρκείτω βίος» (φτάνει ετούτη η ζωή).
Τι άραγε θέλει να πει ο ποιητής όταν δηλώνει ότι είναι ειδωλολάτρης και όταν οι λέξεις που επίμονα έρχονται και ξανάρχονται στα λόγια του είναι: αγάλματα, μάρμαρα, πέτρες Ερινύες, Ευμενίδες σεμνές και Συμπληγάδες; Η απάντηση έρχεται αβίαστα ως απόηχος από τη μακραίωνη ζωή του ελληνισμού. Μια τραγική παρωχημένη πανάρχαια ιστορία, όπου « οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά» που όμως δεν έπαψαν να πολεμούν «για την ψυχή του ανθρώπου, καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού, που είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης. Ζυμώθηκε η εμπειρία του Σεφέρη μ’ αυτόν τον καημό που κορύφωση έχει την μικρασιατική καταστροφή˙ ο ποιητής συμβιώνει με την αρχαία τραγωδία την χωρίς κάθαρση (θα έλεγες ότι η Ηλέκτρα έχει επισκιάσει την Αντιγόνη) όπως και με το παράτολμο και μάταια τρωικό κατόρθωμα όμως για μια νεφέλη, για μιαν Ελένη που ουδέποτε έφτασε στην Τροία. Αποστασιοποιείται και από την αποκοτιά του ταξιδιού για την Ιθάκη που άφρων σαν άλλος Ελπήνορας δεν θα γνωρίσει ίσως ποτέ («εις έρεβος στρέψας»).
Ένα χωνευτήρι της ελληνικής ιστορίας είναι η ποίηση του Σεφέρη, κάθε στίχος του υπονοεί μια κρυφή πτυχή της ιστορίας αυτής που όμως κακοφορμίζει και γίνεται πυορροούσα πληγή. Νοσταλγός του μείζονος Ελληνισμού ο άνθρωπος που ακούμπησε να ξαποστάσει στων επιγόνων την κολώνα.
Ο Σεφέρης δεν παραδέχτηκε την ελλαδική συρρίκνωση και την ψυχική σμίκρυνση. Πέθανε ορθός στα πόδια του γυρεύοντας την άλλη ζωή πέρα από τα αγάλματα. Όχι όμως πριν ρίξει στους αγκαθερούς ασπαλάθους τους πανάθλιους τυράννους εκείνης της στιγμής. Είμαστε στα 1971 και το «Επί ασπαλάθων» είναι η ελεύθερη κραυγή ενός ανυπότακτου ποιητή: του Γιώργου Σεφέρη.
Ελένη Αρβελέρ
Υ.Σ.
Στον Σεφέρη
«Ετούτη την πληγή θα την κρατήσω ανοιχτή
να κλαίει και να αιμορραγεί
όταν μιλούν για τα παλιά μας μεγαλεία.
Και συ άσε τους φαύλους ν’ ανεβάζουν στη σκηνή
πουκάμισα αδειανά και κούφια προσωπεία.
Σαν τις τσιγγάνες να μας λεν’ τα μυστικά
που χάραξε στο χέρι μας
μια τραγική πανάρχαια ιστορία.
Ε.Α.