Λίγες μόλις ώρες μετά την μεγάλη αυτή γιορτή, και πίσω πλέον στην Αθήνα μετά από πολύ πολύ καιρό, ξεφυλλίζω τις φωτογραφίες με τα πρόσωπα μας φωτισμένα άλλοτε από το πιο ονειρεμένο ηλιοβασίλεμα όλου του καλοκαιριού, άλλοτε από τους δυνατούς προβολείς του stage της Άννας Βίσση, άλλοτε από την πυρπολημένη Αρμάτα, και άλλοτε από τα χιλιάδες βεγγαλικά πάνω από το “νησί των αρωμάτων”, από τις ιστορικές και αριστοκρατικές Σπέτσες, και δεν μελαγχολώ, μα χαμογελώ.
Ναι, για άλλη μία φορά -πόσα καλοκαίρια θεέ μου;- την ώρα που το θαλάσσιο ταξί άφηνε με ταχύτητα και -οπωσδήποτε- αποφασιστικά το νησί πίσω του για να μας μεταφέρει στις προγραμματισμένες υποχρεώσεις της νέας σεζόν, σκούπισα με ένα φιλί το δάκρυ από το μάγουλο της Ελμίνας, προσπαθώντας την ίδια στιγμή να κρύψω -ανεπιτυχώς- ένα δικό μου πίσω από τα γυαλιά μου.
Όμως, ήξερα. Είχα καλά φυλαγμένες όλες τις εικόνες από την χθεσινή, από την τελευταία ημέρα των θερινών μας διακοπών, που είναι πάντα η ημέρα που γιορτάζουμε την Αρμάτα– είχα καλά φυλαγμένες στην καρδιά μου κάθε μαγική στιγμή, κάθε στάλα από το μεγάλο φινάλε, πριν πέσει η αυλαία.
Το απογευματινό μπουρίνι που μας έδιωξε απαλά μα αποφασιστικά από την παραλία. Τα γέλια των παιδιών καθώς απομακρύνονταν με τα ποδήλατα τους για να πάνε να συνεχίσουν το παιχνίδι στο σπίτι. Πόσα παιδιά, δέκα; Τα αναψοκοκκινισμένα μάγουλα μας και τα βρεγμένα ακόμη μαλλιά μας όταν κατεβαίναμε με την Μαρίλυ στην Ντάπια να συναντήσουμε την υπόλοιπη παρέα. Τις σημαίες που στόλιζαν απ΄ άκρη σε άκρη όλο το νησί. Τα λουλούδια στους περήφανους λαιμούς των αλόγων. Βοκαμβίλιες, νυχτολούλουδα, λεβάντες και ένα ματάκι για προστασία. Ο κόσμος. Μιλιούνια κόσμου να καταφτάνουν στο νησί, να γίνουν μέρος της γιορτής. Και τα γιορτινά κορναρίσματα από τις θαλαμηγούς και από τα τρεχαντήρια, από τα εκατοντάδες σκάφη μικρά ή απίστευτα εντυπωσιακά, γιορτάζουν την Αρμάτα, αποχαιρετούν το καλοκαίρι, τιμούν την ιστορία του τόπου αυτού με αλλεπάλληλα καλέσματα, με την μία γιορτή μετά την άλλη, με το ένα cocktail να διαδέχεται το άλλο.
Την συναυλία της Άννας Βίσση. Εμείς. Σε ένα από τα τραπέζια της βεράντας του Ποσειδωνίου. Στο καθιερωμένο μας τραπέζι με την καθιερωμένη μας παρέα. Τα παιδιά δεν είναι μαζί μας, θα πάνε να δούνε την Αρμάτα από το φουσκωτό, θα έρθουν να μας βρουν μετά. Στα διπλανά τραπέζια οι παρέες τσουγκρίζουν ευχές, οι περισσότερες αφορούν το τέλος του καλοκαιριού, την σημερινή επιστροφή.
Η Αρμάτα. Όσες φορές κι αν παρακολουθήσεις την Αναπαράσταση της Ιστορικής Ναυμαχίας, το δέος και η συγκίνηση είναι ακριβώς η ίδια. Νιώθεις πάντα το ίδιο ρίγος. Την ένταση, την περηφάνια, την χαρά.
Και μετά στο σκάφος του Σπύρου και της Ελίνας Βαμβακά. Άλλο ένα πάρτι πριν την επιστροφή, άλλο ένα τραγούδι, άλλος ένας χορός. Αγκαλιασμένοι, όλοι μαζί. Και άλλες ευχές. Τα πρόσωπα μας ακόμα αναψοκοκκινισμένα. Από τον ήλιο, από τον χορό, από τα γέλια.
Έχει φτάσει ήδη το πρωί. Άλλη μία βουτιά, η τελευταία. Ξεπλένω από πάνω μου το αλάτι. Βγάζω από τους αστραγάλους μου τα anklets που φοράω όλο το καλοκαίρι. Βγάζω όλα μου τα πράγματα από το ψάθινο καλάθι και όσα χρειάζομαι μαζί μου τα τοποθετώ βιαστικά στην βαλίτσα. Κλείνω τις κουρτίνες, κόβω ένα μπουκέτο βασιλικό από το πιθάρι, το φοράω στα μαλλιά.
Μέσα στο θαλάσσιο ταξί τραβάω την τελευταία εικόνα του νησιού, καθώς αυτό απομακρύνεται.
“Σε ευχαριστώ….” είναι η τελευταία λεζάντα αυτού του καλοκαιριού…