Έπαθα Σπέτσες. Το παθαίνω κάθε τέτοια εποχή, πόσω μάλλον όταν ξημερώνουν αυτές οι ηλιόλουστες ημέρες σαν την σημερινή. Δεν νομίζω να με αφήνει καθόλου αυτό το αίσθημα καθ’ όλη την διάρκεια του χειμώνα, αλλά να. Σήμερα το πρωί, Σάββατο πρωί, με το που χώθηκαν με τόση αυθάδεια μέσα από τις τζαμαρίες αυτές οι δυνατές ακτίνες του ήλιου, που σα να μπερδεύτηκαν και νομίζουν πως είναι Μάιος… έπαθα Σπέτσες. “Πάμε?”, “Δεν μπορούμε, έχουμε πολλά…” Και αντί να επιτρέψω να με πιάσει στεναχώρια, κάνω το πρωινό μου μπάνιο, βάζω τα sneakers μου, παίρνω και την Τρούφα αγκαλιά, και με την μουσική στο αυτοκίνητο να παίζει στην διαπασών, κατευθύνομαι προς το 9ο νούμερο της Μιαούλη, στον μαγικό παράδεισο της Ρόδης Κωνσταντόγλου, και στο γεμάτο με πορτοκαλί του ήλιου και μπλε της Ελλάδας “ΜάΤι” της, για να βρω όλα αυτά που θέλω να επιλέξω για το σπίτι μας στις Σπέτσες, την ημέρα που θα πάμε να του ανοίξουμε τα μπλε παντζούρια και τις λευκές κουρτίνες, να φύγει για τα καλά ο μοναχικός χειμώνας και να μπει ο πιο δυνατός, ο πιο υπέροχος, ο πιο καθάριος ήλιος του κόσμου, αυτός του νησιού, όταν πάει να συναντήσει άλλο ένα υπέροχο καλοκαίρι.
Η Ρόδη, ντυμένη και αυτή στα μπλε και με γαλάζιες ευτελείς χάντρες, μπλεγμένες με ημιπολύτιμες και πολύτιμες πέτρες και μικρά και μεγαλύτερα μάτια περασμένα από τον λαιμό της, με περιμένει με αρωματικό καφέ. Απέξω, στην πλατεία του Μοναστηρακίου ακούγονται οι πιο ερωτικοί ήχοι της πόλης…
Βιαστικά βήματα πάνω στο πολύχρωμο λιθόστρωτο που καλύπτει, σαν χαλί, την επιφάνειά της πλατείας και τις ροές που σχηματίζονται και συμβολίζουν όλες τις διαφορετικότητες που ζουν στην Αθήνα.
Η κίνηση από τον σταθμό του Μετρό, καθώς μπαίνουν με ορμή και βγαίνουν με νωχέλεια οι τουρίστες, η φασαρία που σε πλημμυρίζει ζωή και αδρεναλίνη από τους μικροπωλητές στους δρόμους του Ψυρρή, η απόκοσμη ηρεμία και ησυχία από την εκκλησία Παναγιά Παντάνασσα, τους Αέρηδες, και που τώρα πάει να κοντοσταθεί στην πλημμυρισμένη από το μοναδικό στον κόσμο Αττικό φως Ακρόπολη.
Στέκομαι πάνω από τις συλλογές της Ρόδης από φυσητό γυαλί, χαζεύω τα κοσμήματα από το παρελθόν, αυτά για το μέλλον, άλλα κοσμήματα ethnic, κάποια από κεχριμπάρι.
Βλέπω τα γούρια από μπλε φυσητό γυαλί που γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 από τον Γιάννη Κωνσταντόγλου, τις δημιουργίες από φυσητό γυαλί, τα γούρια, τα υπέροχα βάζα. Κλείνω τα μάτια και τα ονειρεύομαι γεμάτα από τις μαργαρίτες, τα μεγάλα κλαδιά γεμάτα βοκαμβίλιες και τα άνθη λεμονιάς από τους κήπους του νησιού.
Βλέπω τα συγκλονιστικά πιάτα και τις πιατέλες που θα στολίσουν την τραπεζαρία κάτω από την πέργκολα, για τα λουκούλλεια γεύματα μετά τη θάλασσα, τα μπολ και τα ρόδια, ακριβώς σαν αυτά που ανακαλύπτω στις συλλογές του Αθηνιωτάκη στις απογευματινές βόλτες από την Ντάπια στον Άγιο Μάμα.
Δεν ξέρω τι πρόγραμμα έχεις για την σημερινή σου ημέρα, αλλά η δική μου πρόταση είναι να έρθεις εδώ. Εδώ που μυρίζει άνοιξη και που κάθε αντικείμενο “φωνάζει” Ελλάδα!