ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

“Τάμα στη Μύκονο”: Το νέο μυθιστόρημα του Χρήστου Ζαμπούνη και ένα απολαυστικό απόσπασμα…

Με φόντο την Ελλάδα της κρίσης εκτυλίσσεται ένα ερωτικό αστυνομικό θρίλερ. Εμπνευσμένο από οικείες καταστάσεις, πρόσωπα και πράγματα, το «Τάμα στη Μύκονο» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις “Φερενίκη”, αποτελεί μια σκληρή αποτύπωση της εποχής, όπου οι δυνάμεις του καλού έχουν να αντιμετωπίσουν καθημερινά τα προσωπικά αδιέξοδα των πρωταγωνιστών. Ποιος θα επικρατήσει τελικά; Πώς το βάσανο που βιώνει η χώρα έχει μεταφερθεί στις ψυχές των κατοίκων της; Μπορεί να είναι ο έρωτας καταφύγιο; Μέχρι πού έχει φτάσει η διαφθορά και ποιοι αντιστέκονται σ’ αυτήν; Στην παράδοση της κοινωνικής μυθιστοριογραφίας, ο Χρήστος Ζαμπούνης επιχειρεί να χαρτογραφήσει τα ήθη μιας τρεκλίζουσας κοινωνίας που ζει οριακά στο χείλος της αβύσσου.

CoverTama_raxi1.7_final

Η απόσταση από το Chelsea* έως την Αίγλη είναι ένα τσιγάρο δρόμος. Στριφτό. Η Βιολέτα έκανε μια θεαματική βουτιά βγαίνοντας από το φη- μισμένο έθνικ μπαρ-εστιατόριο. Δεν έχασε την ισορροπία της, αλλά είχε μια μικρή απώλεια, το iPhone που κρατούσε στο αριστερό χέρι. Πριν σκύψει να το μαζέψει, πήρε μια βαθιά ρουφηξιά καπνού και αναστέναξε. Τι το ήθελε το ινδικό στις τρεις τα ξημερώ ματα; Η δεύτερη σκέψη ήταν εξίσου αρνητική. Τι το
ήθελε το σκανκ μετά το φαγητό; ≪Πρέπει να κάνω λίγο κράτει στα υδροπονικά≫, μονολόγησε. Στρίβοντας
δεξιά στο Ματογιάννι, ένιωσε τον βόμβο του κινητού στην τσέπη της.
– Έλα, Περικλή, σε δύο λεπτά είμαι εκεί. Τι; Πού να βρω τσιγάρα τέτοια ώρα; Κοίτα στο περίπτερο δίπλα
στη Louis Vuitton. Πώς; Κλειστό; Σε παρακαλώ, μη με στέλνεις να τρέχω στον γιαλό. Καλά, καλά, πάω.
Έκανε αναστροφή και κοντοστάθηκε στη βιτρίνα των Dsquared2. ≪Εσείς δεν μου γλιτώνετε≫, απευθύνθηκε σ’ ένα t-shirt και σ’ ένα δερμάτινο μπουφάν που θρόνιαζαν στη βιτρίνα. Από μικρή πρόσεχε την εμφάνισή της. Ό,τι χρήματα περνούσαν από τα χέρια της κατέληγαν σε επώνυμα ρούχα, ενώ οι φίλοι της την κορόιδευαν ότι δεν αγόραζε ούτε οδοντόβουρτσα αν δεν ήταν signe. Οι έξυπνοι άνδρες, που κατά καιρούς την συντρόφευαν, ήξεραν τι δώρα να της κάνουν. Ο Περικλής ήταν ένας απ’ αυτούς. Ποιος είναι ο Περικλής; Καλή ερώτηση. Μοναχογιός
και κληρονόμος ναυτιλιακής δυναστείας, απασχολούσε τις σελίδες του Τύπου κυρίως για τους άστατους
έρωτές του. ≪Ο Τσιτσιολίνος του εφοπλισμού≫ ήταν το δηκτικό παρατσούκλι που του κόλλησε ένας κο-
σμικογράφος και με την ταχύτητα του φωτός υιοθε- τήθηκε από την καλή κοινωνία. Είναι αλήθεια ότι όχι
ένας, ούτε δύο, αλλά δεκαδύο αστρολόγοι είχαν επιβεβαιώσει ≪επιστημονικά≫ (+150 Αφροδίτη) τη σε-
ξουαλική του υπερδραστηριότητα. Όπως είναι αλήθεια ότι ο ίδιος δεν έκανε τίποτα για να το κρύψει. Εκκε-
ντρικός, δυναμικός, είρων, πλην ιδιοφυής, είχε στα 42 του χρόνια σαν μότο ζωής μια φράση του αείμνηστου
πατέρα του: ≪Μόνο οι ανασφαλείς ασχολούνται με τη γνώμη που έχουν οι άλλοι γι’ αυτούς≫. Επιπλέον, ήταν
εκ γενετής ένα αδάμαστο θηρίο. Πιτσιρικάς χανόταν στα αεροδρόμια για να ακούσει το όνομά του από τα
μικρόφωνα. Λίγο μεγαλύτερος χανόταν από προσώπου γης, ακολουθώντας ένα μανεκέν στη Νέα Υόρκη ή μια
χίπισσα στην Ινδία. Σιχαινόταν να συναγελάζεται με τους ομοίους του, όπως και απέφευγε όπως ο διάβολος
το λιβάνι τις κοινωνικές εκδηλώσεις και τα λεγόμενα κοσμικά νησιά. Τότε πώς βρέθηκε στη Μύκονο; Επίσης
καλή ερώτηση. Έρωτας ήταν η αιτία ή, για να είμαστε πιο σαφείς, η Βιολέτα ήταν η αιτία.
Ποια είναι η Βιολέτα; Εδώ το βιογραφικό είναι λίγο πιο συμβατικό. Με πατέρα στρατιωτικό και μητέρα
δασκάλα, γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη κι έζησε διαδοχικά σε τέσσερις πόλεις: Αλεξανδρούπολη, Αθήνα,
Μυτιλήνη και Βέροια. Το 2003 με τρεις συμμαθήτριές της γιόρτασαν την αποφοίτησή τους από το Λύκειο
στη Μύκονο. Είχαν προηγηθεί δύο μήνες σκληρής δουλειάς στα διαλογητήρια φρούτων της Venus, με σχετικά
καλό μεροκάματο. Όταν πρωτοπάτησε το πόδι της στο νησί των ανέμων, η 17χρονη βορειοελλαδίτισσα έπαθε πολιτισμικό σοκ. Τύχη αγαθή την έφερε να γνωρίσει, την επομένη της αποβίβασής της, τον Ζήνωνα
της Αίγλης. Τόπος της συνάντησής τους, η εναλλακτική παραλία του Άγιου Σώστη. Αφορμή της γνωριμίας, οι
ρακέτες που επιχείρησαν να παίξουν στη μη οργανωμένη παραλία οι τέσσερις επαρχιώτισσες. Ο πολύπειρος
Ζήνωνας ακτινογράφησε τάχιστα τις δυνατότητες της κοπέλας, που με περισσή ευγένεια ζήτησε συγγνώμη
για την απρεπή συμπεριφορά της. Στα επόμενα πέντε λεπτά την ρώτησε εάν θα την ενδιέφερε να κάνει ένα
δοκιμαστικό στο μπαρ του.
– Ευχαρίστως, ήταν η μονολεκτική απάντησή της. Το δοκιμαστικό αμέσως έγινε μόνιμο, με αποτέλεσμα η Βιολέτα να μάθει ότι πέρασε στη σχολή Μηχανολόγων Μηχανικών του Πολυτεχνείου Θεσσαλονίκης
έξω από το σουπερμάρκετ Flora, όπου είχε πάει να αγοράσει σερβιέτες. Σε αντίθεση με ό,τι θα υπέθετε κανείς, το ζευγάρι δεν γνωρίστηκε στην Αίγλη, όπου παρήλαυνε όλη η Αθήνα, αλλά στον Ρέμο στη Θεσσαλονίκη. Ο Περικλής
μόλις είχε χωρίσει από τη γυμνάστριά του και η Βιολέτα με μισή καρδιά είχε ακολουθήσει τα φιλαράκια της
στον τροβαδούρο της αγάπης. ≪Μην ξαναρθείς≫ έλεγε το τραγούδι, όταν τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν.
– Το μπουκάλι είναι από τον κύριο Καρνέζη, είπε ο μετρ όταν, προς μεγάλη της έκπληξη, άνοιγε τη
βότκα Belvedere. Και για όσους σπεύσουν ν’ απορήσουν πώς υπήρχε οπτική επαφή μεταξύ των δύο διαφορετικών
μπάτζετ, δεδομένης της αδυσώπητης σειράς προβαδίσματος στα μπουζούκια, η εξήγηση είναι απλή:
η αλλεργία του Περικλή στα πρώτα τραπέζια πίστα. Η Βιολέτα, από την πλευρά της, δεν είχε τέτοια ζητήματα・ ήξερε τη θέση της και καθόταν όπου την έβαζαν. Συμπτωματικά, η γνωριμία μ’ έναν Βεροιώτη που δούλευε σερβιτόρος στην Πολιτεία φάνηκε ιδιαίτερα χρήσιμη για τη χωροταξική της τοποθέτηση εκείνο το βράδυ. Από τα συνήθη έξω δεξιά ή έξω αριστερά τραπέζια, προήχθησαν σ’ έναν καναπέ στη δεύτερη σειρά –όχι κεντρικό– κι από εκεί στο τραπέζι του Περικλή, όπου πέρασε το υπόλοιπο της βραδιάς. Χμ, όχι ακριβώς, διότι, όταν βγήκε στην πίστα ο Γιάννης Ζουγανέλης, επέστρεψε τροχάδην στο τραπέζι της παρέας. Ήταν μέσα Οκτωβρίου. Ο Ρέμος είχε πάρει παράταση δύο εβδομάδων λόγω κοσμοσυρροής. Η ίδια είχε πάρει μεταγραφή από την Αίγλη στο Chelsea με μετοχική συμμετοχή, και ο χειμώνας προμηνυόταν, όπως κάθε χρόνο, βαρετός. ≪Κάτσε να διαβάσεις, να πάρεις επι-
τέλους το πτυχίο σου. Πέντε μαθήματα σου έμειναν όλα κι όλα, είναι κρίμα να πάνε χαράμι τόσες προσπάθειες. Πάρ’ το και πέταξέ το≫, την γλωσσότρωγε πρωί, μεσημέρι, βράδυ η μάνα της, ενώ ο πατέρας της, σε πιο ήπιους τόνους, της επεσήμαινε τον αδιέξοδο δρόμο που είχε πάρει: ≪Θα φτάσεις σαράντα χρονών, παιδί μου, και θα δεις μια μέρα στον καθρέφτη έναν γερασμένο άνθρωπο που δεν θ’ αναγνωρίζεις. Τώρα είσαι ακόμη νέα και δεν το καταλαβαίνεις. Η νύχτα είναι σαν την κινούμενη άμμο, σε ρουφάει αλύπητα≫. Παρά τις καλές απολαβές, τα χρήματα δεν της
έφταναν για να νοικιάζει δικό της διαμέρισμα όλο τον χρόνο. Αναγκαστικά έμενε με τους γονείς της, σ’
ένα τριάρι επί της οδού Μεγάλου Αλεξάνδρου, λίγα μέτρα από τη Λέσχη Αξιωματικών Βέροιας. Το δωμάτιο που μοιραζόταν με τον αδελφό της ήταν όλο δικό της, αφού ο Γιώργος –αυτό ήταν το όνομά του–έλειπε στο εξωτερικό. ≪Αυτός πώς τα κατάφερε;≫ ήταν η μόνιμη επωδός της δασκάλας μητέρας της, που συνήθως έμενε αναπάντητη. Τι να της πει, ότι το παλικάρι φυτοζωούσε στο Λονδίνο, καταφέρνοντας μετά βίας να βγάζει τα έξοδά του; Ότι μπορεί να εργαζόταν σε πολυεθνική, στο τμήμα marketing της Nike, αλλά από το άγχος είχε αρχίσει τα ψυχοσωματικά; Άγχος διακατείχε και την ίδια. Όχι της ίδιας φύσης με του αδελφού της, αν δηλαδή θα πάρει προαγωγή ή θα
απολυθεί, ένα άγχος πιο δηλητηριώδες και ύπουλο που της κατέτρωγε τα σωθικά. Οδηγούσε προσεκτικά στην Εγνατία, γιατί έβρεχε καταρρακτωδώς. Οι σκέψεις στροβιλίζονταν στο μυαλό της σε άτακτο ρυθμό. Λίγο η γκρίνια των γονιών της, λίγο ο Περικλής, λίγο το ξενύχτι, λίγο ο ολισθηρός δρόμος, όλα τα λίγο μαζί συνέτειναν σ’ ένα πολύ δυσοίωνο προαίσθημα που δεν άργησε να εκδηλωθεί.
– Έλα, Βιολέτα, άκουσε τη φωνή του συνεταίρου της στο ακουστικό του κινητού της.
Ο τόνος του δεν της άρεσε.
– Έλα, Τζίμη. Τι νέα;
– Όχι τόσο καλά. Έχουμε πρόβλημα με το ΣΔΟΕ.
– Τι πρόβλημα;
– Θυμάσαι που μας έγραψαν;
– Ναι. Και;
– Σημαίνει ότι την πατήσαμε.
– Για κάν’ το πιο λιανά.
– Δεν είναι μόνο το πρόστιμο επειδή δεν εκδίδαμε
αποδείξεις. Θα μας ψάξουν στα πάντα.
– Ε και;
– Τι ε και, ρε Βιολέτα; Δεν καταλαβαίνεις ότι θα
μας ξεσκίσουν;
– Γιατί να μας ξεσκίσουν;
– Γιατί θα ζητήσουν να πληρώσουμε ό,τι δεν δηλώσαμε.
– Οκ. Άσε με τώρα, οδηγώ με βροχή.
Πάρκαρε το αυτοκίνητο μπροστά στο σπίτι των γονιών της. Ένα χαρακτηριστικό κουδούνισμα την
ειδοποίησε ότι είχε γραπτό μήνυμα. ≪Με σκέφτεσαι;≫ έγραφε το ανυπόγραφο SMS του Περικλή. ≪Αυτή τη στιγμή όχι≫ απάντησε στεγνά μέσα στα νεύρα της. Άνοιξε την πόρτα, μούσκεψε τα σουέτ υποδήματα του Robert Clergerie, έριξε τις σχετικές χριστο -παναγίες και πάτησε το κουδούνι Δαμιανίδης στο θυρο τηλέφωνο.
– Ποιος είναι; άκουσε τη στριγκή φωνή της μητέρας της, προικώο τριάντα πέντε χρόνων αδιάκοπης διδασκαλίας.
– Η κόρη σου.
– Καλά, δεν έχεις κλειδιά;
– Τα ξέχασα.
– Μα πού το ’χεις το μυαλό σου; Τριάντα χρονών μαντράχαλη. Μπαίνοντας στο μικροαστικό διαμέρισμα, την
έπιασε η ψυχή της. Κρέμασε το μπουφάν της δεξιά στον προθάλαμο, έβγαλε τα παπούτσια της και τα
τοποθέτησε στη σειρά στο πάτωμα με τα άλλα, φόρεσε τις παντόφλες και κατευθύνθηκε στο δωμάτιό της.
– Καλημέρα δεν λένε; φώναξε ο πατέρας της από την κουζίνα.
– Καλημέρα, μπαμπά, αντέτεινε άκεφα. Είχε αδυναμία στον πατέρα της. Της είχε μεταδώσει
την πειθαρχία και τον σεβασμό, οπότε αξιωματικά έσυρε το ξενυχτισμένο σαρκίο της και πήγε να καθίσει
μαζί του.
– Πώς περάσατε; την ρώτησε.
– Σούπερ.
– Σταμάτα τις ξενόγλωσσες εκφράσεις, επενέβη
η μάνα της, που όρθια ετοίμαζε το μεσημεριανό φα-
γητό.
– Υπέρ, σου κάνει;
– Μην ειρωνεύεσαι. Για πες μας, πώς ήταν χθες;
– Ο Ρέμος καλός, η παρέα ωραία, γνώρισα κι ένα
αγόρι.
– Α ναι; Σαλονικιό;
– Όχι, Αθηναίο.
– Και τι έκανε στη Θεσσαλονίκη;
– Τουρισμό, ρε μάνα, τι να κάνει;
– Και με τι ασχολείται;
– Με τα ναυτιλιακά.
– Υπάλληλος;
– Αφεντικό.
Μια εκκωφαντική σιωπή κατέκλυσε αίφνης το δωμάτιο. Η Βιολέτα βρήκε την ευκαιρία να σηκωθεί,
αναγγέλλοντας τη μία και μοναδική της πρόθεση.
– Παίδες, πάω να κοιμηθώ.
– Αν θέλεις να μείνεις σε ξενοδοχείο, εδώ πιο κάτω
είναι το Αιγές, την επέπληξε η μάνα της.
– Είμαι ξενύχτισσα. Θα τα πούμε το βράδυ.
Κοίταξε το κινητό της μηχανικά, ξεκίνησε να γράφει ένα μήνυμα στον Περικλή, άλλαξε αμέσως γνώμη, το
έσβησε, έβαλε το airplane mode κι έκανε βουτιά στο κρεβάτι.

Ξύπνησε δύσθυμη. Το βαρύ κλίμα της Καραβέροιας, όπως την έλεγαν οι Τούρκοι, της Μαύρης Βέροιας δηλαδή, την κατέβαλε ψυχολογικά. Όχι ότι πετούσε πριν, αλλά κάθε φορά που ερχόταν στους γονείς της ένιωθε
σαν να κάνει ένα γιγαντιαίο πισωγύρισμα. Είχε πετάξει με τα δικά της φτερά μακριά από τη μιζέρια της οι-
κογενειακής κατάστασης, είχε χτίσει τον δικό της κόσμο με τα δικά της χέρια και τώρα έβλεπε το οικο-
δόμημά της ν’ αποσυντίθεται βασανιστικά. Πόσο ν’ αντέξει τις ατέρμονες συζητήσεις για τη μείωση των συντάξεων ή, ακόμη χειρότερα, για το μέλλον της;
≪Κάτι πρέπει να κάνω να ξεφύγω≫, μονολόγησε…

error: Content is protected !!