
Αν και δεν είμαι από τους χαρακτηριστικούς, φανατικούς λάτρεις του νησιού, δεν είμαι τόσο vintage ώστε να το αναπολώ μέσα από τις θρυλικές ασπρόμαυρες εικόνες του έξω από το Pierros, ούτε τόσο μικρή ώστε να ξημεροβραδιάζομαι στο Space και στο Cavo Paradiso, -ούτε καν στον Scorpio, τι να λέμε τώρα- αρκούμαι σε αυτά που μπορεί να μου δώσει η Μύκονος σε μικρές ή μεγάλες δόσεις, και σε αυτά που εγώ έχω ανάγκη να ρουφήξω από αυτήν, σαν σφηνάκι.
Αν πάρουμε σαν πρώτο δεδομένο λοιπόν πως ό,τι ένιωθα για το συγκεκριμένο νησί στα μεγάλα του κέφια, πάνω κάτω τα ίδια ένιωθα και στο ακόμη μεγαλύτερο hangover του, αλλά και τώρα που οι Έλληνες του γύρισαν πια ολικά -και ελπίζω όχι οριστικά- την πλάτη, και σαν δεύτερο δεδομένο πως ποτέ δεν άκουγες από εμένα “κραυγές” αγωνίας ώστε να πείσω πως εγώ αγαπάω την Μύκονο για την “αύρα” της, για το “λευκό” και για το “γαλάζιο” της, και για την “ενέργεια” της Δήλου, έτσι νηφάλια την αντίκρισα και την αντιμετώπισα και φέτος, τις πέντε ημέρες που επέλεξα να την επισκεφτώ.
Και φυσικά, και αυτή την φορά περάσαμε ωραία. Όχι “αξέχαστα”, όχι “μοναδικά”, ούτε “υπέροχα”. Περάσαμε ωραία. Και περάσαμε ωραία γιατί είχαμε ωραία παρέα, που αν και διαθέτει σπίτι στο νησί, το αντικρίζει και αυτή με την ίδια αισθητική, με την ίδια νηφαλιότητα και την ίδια ψυχραιμία.
Ναι, περάσαμε ωραία. Και με όσο πιο πολλά χρήματα τροφοδοτείς πλέον το συγκεκριμένο νησί, περνάς ακόμη πιο ωραία. Ή έτσι νομίζεις. Γιατί η μεγαλύτερη αλήθεια της Μυκόνου πλέον είναι αυτή. Και το αποτέλεσμα αυτής της αλήθειας της είναι η αισθητή μείωση του αριθμού των επισκεπτών της. Ή τουλάχιστον στις ακριβές παραλίες της και στα εστιατόρια της, γιατί το Σάββατο πριν την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος σημειώθηκε συνωστισμός στα ασβεστωμένα σοκάκια της χώρας της. Πέρα από την όμορφη παρέα και το κομψό σπίτι που μας φιλοξένησε σε μία ήσυχη γωνιά του Καλαφάτη, αυτά είναι όλα όσα μου έμειναν τις πέντε αυτές ημέρες στο “νησί των ανέμων”…
Ο Ντανιέλε με επιτυχία και σεβασμό σε ό,τι καταπιάνεται στο La Cucina di Daniele, επιμένει να σερβίρει τις νόστιμες συνταγές του από την Τοσκάνη, όταν όλο το νησί έχει πέσει σε έναν ανελέητο, άνευ προηγουμένου Asian παροξυσμό.
Παρά τις ολοκαίνουργιες ξαπλώστρες των 5.000 ευρώ η μία, και παρά το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος και τον ανάλογο συνωστισμό του, δεν είναι τόσο δύσκολο να βρεις μία ομπρέλα στην Ψαρρού. Και πρώτη σειρά “πίστα – θάλασσα” μάλιστα, όπως γλαφυρά θα έγραφε και ο Τσιλιπουνιδάκης στα ρεπορτάζ του.
Πάντως, ό,τι και να λέμε για τις τιμές στην “διάσημη” παραλία, το service εξακολουθεί να είναι κορυφαίο. Και το φαγητό στο Nammos επίσης. Σε κάθε περίπτωση, στους 100 επισκέπτες του, οι 10 μόλις ήμασταν Έλληνες. Πάλι καλά…
Αν κάνεις κέφι to see and be seen, πήγαινε κατευθείαν στο Hakkasan! Ling ling!! Τα signature dishes του όπως το Roasted silver cod with champagne and honey, το Pecking duck with Royal Beluca caviar, τα Jasmine tea-smoked organic pork ribs, και φυσικά τα signature cocktails, είναι ίσως καλύτερα και από του Λονδίνου.
Όμορφο crowd, ιδίως στην αυλή του. Στους εσωτερικούς χώρους υπάρχει ο κίνδυνος να νομίζεις πως βρίσκεσαι στην Ν. Υόρκη. Πράγμα που δεν θέλεις, αν βρίσκεσαι στην Μύκονο…
Ο Πάνορμος έχει αλλάξει εξολοκλήρου. Αν εξαιρέσεις το parking, τίποτε άλλο δεν σου θυμίζει την παλιά version της αγαπημένης παραλίας. Αυτό έχει και τα συν και τα πλην του. Η εντυπωσιακή αισθητική της reception ανήκει σίγουρα στην πρώτη κατηγορία, και έχει την elegant υπογραφή του Θανάση Κυρατσούς. Ναι, θα μπορούσε να είναι κάλλιστα παραλία επτάστερου ξενοδοχείου στο Dubai.
Στο Καλό Λιβάδι, οι μαύρες επιβλητικές ομπρέλες του Rakkan έχουν και φωτοβολταϊκό για φόρτιση ηλεκτρονικών συσκευών -βλ. iphone 6+. Το service είναι και εδώ παραπάνω από συγκλονιστικό, αν υπολόγισα καλά, υπάρχει ένας υπάλληλος για κάθε 2-3 ομπρέλες, ενώ υπάρχει και manager παραλίας που ευγενικά και διακριτικά σε ρωτάει αν όλα βαίνουν καλώς… Αυτό μου με χάλασε πραγματικά πολύ είναι οι εύσωμοι σεκιουριτάδες που συνοδεύουν άγαρμπα τους μικροπωλητές της παραλίας και μου θύμισαν αντίστοιχα σκηνικά στο Rio de Janeiro, -ιδίως όταν το έπραξαν στον αγαπητό Παύλο που μας προμηθεύει με τους θρυλικούς λουκουμάδες του-, αλλά και το ότι όταν ζητήσαμε ένα menu για να αποφασίσουμε αν θα γευματίσουμε στο εστιατόριο ή κάπου αλλού, μας απάντησαν πως “δεν επιτρέπεται να κατέβει το menu στην παραλία”… Το θέμα της ασφάλειας είναι πραγματικά αγχωτικό παιδιά, κάντε κάτι. Σε κάθε περίπτωση, ο άνθρωπος σας εδώ είναι ο Νίκος Χατζηπέτρος, ο οποίος ήρθε από το Salon de Bricolage για να αναλάβει εδώ χρέη Reservations Manager, και μπορείτε να τον καλέσετε στο 6936223667, ώστε να σας εξυπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο.
Πήγαμε και στο Buddha Bar. Βράδυ με συγκλονιστική πανσέληνο. Όμορφα, ειδυλλιακά. Με ανεβασμένες λίγο πιο πολύ τις τιμές από πέρυσι, και ανεβασμένα λίγο πιο πολύ και τα ντεσιμπέλ. Οι τεμπούρες του, πάντα απίθανες.
Αν και δεν είμαι κριτικός γεύσης, κατά την δική μου γνώμη -και προφανώς όχι μόνο-, η Ελληνική, δημιουργική γαστρονομία στα καλύτερα της, βρίσκεται στα χέρια του Αθηναγόρα Κωστάκου, στην open kitchen του Bill & Coo. Ο Κωστάκος προσφέρει πολιτισμό μέσα από τα πιάτα του, για τα οποία θα σας πω περισσότερα σε επόμενο post.
Αν όμως σε κάτι είμαι πραγματικά καλή, είναι να εκτιμήσω ποιο είναι το καλύτερο Spa του νησιού. Και αυτό είναι πέραν κάθε αμφιβολίας, το Six Senses Spa, που κρύβεται καλά στην δροσερή αγκαλιά του Belvedere.
Stay tuned, θα σας τα περιγράψω όλα…
Συνεχίζεται…