Φέτος έμαθες να γράφεις. Η πρεμιέρα σου ήταν η λέξη “μαμά”, η δεύτερη το όνομα σου. Με το αριστερό σου χέρι, το “καλό”, το δυνατό. Έγραφες και ξανά έγραφες μαμά και Ελμίνα παντού, στο χαρτί, στα βιβλία, στα σημειωματάρια μαγειρικής και στα ημερολόγια, στα βότσαλα, στην άμμο, στο χιόνι, στους τοίχους. Και μετά πήρες φόρα και ήθελες να γράψεις όλα όσα σκεφτόσουν, ό,τι έβλεπες, όλα όσα ένιωθες, ό,τι αγαπούσες. Ανορθόγραφα, χωρίς ήτα, ύψιλον, ωμέγα ή όμικρον γιώτα, χωρίς ματαιοδοξία, χωρίς τελείες , χωρίς ειρμό. “Σ’αγαπάο”, “Και εγό”…
Και έμαθες να διαβάζεις όλα όσα έγραφες, συλλαβιστά αλλά με σωστό τονισμό, μία ατέρμονη χορογραφία συλλαβών που έφτιαχναν λέξεις. Διάβαζες πινακίδες στην Κηφισίας, στα βενζινάδικα, τον τηλεφωνικό μου κατάλογο, τις ετικέτες των γιαουρτιών, τις μαρκίζες των φαρμακείων, τους δυσοίωνους γιγαντιαίους τίτλους των εφημερίδων “τι πάει να πει ά-στε-γος μαμά;”
Έμαθες να κλαις. Για τους σωστούς λόγους. Μεσημέρια που γυρνούσες κλαμένη γιατί άργησε η μαμά του Γιώργου να έρθει να τον πάρει από το σχολείο και αυτός θα έμενε μόνος και φοβισμένος , σε μια γωνιά του τεράστιου γυμναστηρίου, με την ελπίδα πως δεν θα τον ξεχάσει για πάντα εκεί, “θα τον ξεχάσει μαμά;”. Κλαμένη γιατί ο Γιάννης είπε στην Μαρία πως εσύ είσαι πιο όμορφη από αυτή, γι αυτό θα παντρευτεί εσένα , και ξέρεις, “ξέρω πόσο στεναχωρήθηκε, και είναι άδικο γιατί η Μαρία είναι πολύ όμορφη μαμά”. Γιατί η Άννα φόρεσε γυαλιά μυωπίας και “ντρεπόταν τόσο πολύ”. Γιατί η μαμά της Ελένης ξέχασε πως σήμερα έπρεπε να ντυθείτε όλοι στην τάξη με Αποκριάτικη στολή, γιατί “είναι άδικο μαμά , δεν είναι δίκαιο σου λέω να είναι η μόνη που φορούσε βαρετά ρούχα!”. Γιατί σου είπε η δασκάλα σου πως πρέπει να συγκεντρώσουμε ρούχα και φαγητό για την μικρή Άντζελα που ζει σε ένα μεγάλο σπίτι που το λένε “ορφανοτροφείο”, που δεν έχει γονείς και “μαμά, πώς γεννήθηκε η Άντζελα αν δεν έχει γονείς; Ποιος την προσέχει που είναι μόλις τριών χρονών; Ποιο να είναι άραγε το αγαπημένο της φαγητό; ” Και εγώ σε αγκάλιαζα και χαιρόμουν τόσο πολύ που έκλαιγες, και έκλαιγα από την χαρά μου που έκλαιγες. Και θα σου εξηγήσω σε μερικά χρόνια γιατί χαιρόμουν τόσο πολύ που έκλαιγες.
Έμαθες να κολυμπάς. Το’ βαλες πείσμα. Τέσσερις μήνες πριν το καλοκαίρι, κάθε μα κάθε μέρα να τρέχουμε στην πισίνα. Με κρύο, με βροχή, καμιά φορά με το χιονόνερο να ακουμπάει στους γυμνούς λεπτούς σου ώμους , αλλά εσύ εκεί. Μέσα στο νερό , να προσπαθείς να αφήσεις το χέρι της προπονήτριας σου, να κλείνεις τα ματάκια σου για να μην φοβάσαι το βάθος της πισίνας, να παίρνεις βαθιές ανάσες για να κάνεις βουτιά, χωρίς να κλείσεις την μύτη, να βγάλεις όλη την διαδρομή. Και εγώ εκεί, στην πρώτη κερκίδα, κάθε απόγευμα στις 5, να παρακολουθώ χωρίς ανάσα την κάθε σου ανάσα, μάρτυρας του πείσματος σου, θεατής της τόλμης και της δύναμης σου. Μα χάρη σε αυτή τη τόλμη και αυτή τη δύναμη περάσαμε το ομορφότερο καλοκαίρι της ζωής μας, στα βαθιά…
Έμαθες να κάνεις σκι. Έβλεπες τις βουνοκορφές και ήθελες να χορέψεις στο λευκό τους χιόνι. Μα όταν έβαλες για πρώτη φορά τα πέδιλα σου με κοίταξες στα μάτια. Τόσο βαθιά όπως δεν με είχες ξανά κοιτάξει θεέ μου. “Πρέπει να πάω μαμά;” Όχι αγάπη μου, δεν πρέπει. Αλλά όλη την ημέρα το σκεφτόσουν και το ξανά σκεφτόσουν. Αμίλητη, ζύγιαζες τα υπέρ και τα κατά. Σε έβλεπα όταν ταξίδευε το μυαλουδάκι σου , όταν χάρασσε τα δικά του σλάλομ , το βράδυ , όταν κοιμόσουν και χαμογελούσες. Και το πρωί , αντί για καλημέρα μου είπες “πάμε πάνω!”. Μόνη σου, χωρίς εμένα στα lift, στις άγκυρες, μόνο με την παρέα του προπονητή. Ξέρω ότι φοβόσουν. Εγώ θα έτρεμα από τον φόβο στην θέση σου. Αλλά μεγαλύτερη από τον φόβο σου ήταν η θέληση σου να βγάλεις την πίστα, αχ να ήμουν θεατής και στο χθεσινοβραδινό όνειρο σου… Είσαι η ηρωίδα μου.
Έμαθες να ντύνεσαι μόνη σου “τελικά δεν είναι δύσκολο μαμά, απλά η ετικέτα πρέπει να είναι πάντα πίσω”, ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες, να φτιάχνεις στεφάνια από λουλούδια, να ζωγραφίζεις ήλιους και ακρογιαλιές, να χρησιμοποιείς το μαχαίρι όταν τρως, να κόβεις με το ψαλίδι, να καταφέρεις τον πρωταγωνιστικό ρόλο της Παναγίας στην Χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου, χωρίς να χάσεις μία αράδα του ρόλου, χωρίς να ντραπείς το πολυπληθές ακροατήριο σου, “έψαχνα με τα μάτια μου να βρω γνωστά πρόσωπα για να μην ντρέπομαι τα άγνωστα”, μου είπες. Σε θαυμάζω.
Έμαθες να δίνεις χαρά, να απαλύνεις τον πόνο, να χαρίζεις ελπίδα.
Έμαθες τον αποχωρισμό. Αποχωρίστηκες πολλές φίλες μέσα σε μία μόλις χρονιά, γιατί χρειάστηκε να αλλάξουν χώρα αλλά όχι πατρίδα, “αλλά δεν θα με ξεχάσουν μαμά, έτσι δεν είναι;”
Έμαθες αλήθειες και εγώ σου τις πασπάλιζα με ζάχαρη άχνη.
Έμαθες να διώχνεις τον φόβο, “εσένα τρέμουν ποτέ τα πόδια σου από φόβο μαμά;” Πολλές φορές καρδιά μου.
Έμαθα πολλά “καινούργια” αυτή τη χρονιά. Που έπρεπε να μάθω πλέον να ζω μαζί τους, να μάθω να ξεχάσω όσα ήμουν συνηθισμένη να ζω. Για λίγο χάθηκα στον κυκεώνα , ζαλίστηκα στις απότομες στροφές, γρατσουνίστηκα σε αιχμηρές γωνίες. Μα γρήγορα πήρα κουράγιο από τη δύναμη σου, θάρρος από την τόλμη μου, ελπίδα από τα κατορθώματα σου, χαρά από τις αλήθειες σου. Πασπάλιζες με ζάχαρη άχνη τις αγωνίες μου, με έντονα χρώματα τα ξεκινήματα μου.
Και έμαθα να γράφω με την ορθογραφία της καρδιάς.
Σ’ αγαπάο….