Like a bird on the wire
Like a drunk in a midnight choir
I have tried in my way to be free…
Άλλο ένα από τα αγαπημένα καθιερωμένα μας. Μία-δύο ημέρες του βαθύ Αυγούστου ή -ακόμα καλύτερα στις αρχές του Σεπτέμβρη- στη γειτόνισσα, την Ύδρα. Αφήνουμε πίσω μας για λίγο το «It» Girl του Αργοσαρωνικού, τις Σπέτσες, και μέσα σε είκοσι λεπτών διαδρομή, μας αποκαλύπτεται η bohemian chic ομορφιά της Ύδρας. Την σεργιανίζουμε μαζί, κάνουμε παρέα το κάθε βήμα, μέσα από τα Insta stories μου, στο πιο γραφικό λιμάνι του κόσμου και στα ολόλευκα δαιδαλώδη στενά της, διηγούμαι ιστορίες από το νησί που σε ταξιδεύει με τον δικό του μοναδικό τρόπο σε περασμένες δεκαετίες που έχεις ζήσει μόνο μέσα από αγαπημένους συγγραφείς και καταραμένους ποιητές, από ένα νησί μονίμως λουσμένο με ένα δικό του, κατάδικο του, φως, κτισμένο αμφιθεατρικά κάτω από γυμνά βράχια, από το νησί που τα νέα μεταφέρονται στις διάσημες παρέες ολημερίς και ολονυχτίς στα τραπέζια του Πειρατή, στην αυλή του Il Casta και στα τσιμέντα της Υδρονέτας, ενώ οι αποσκευές μεταφέρονται με τα χέρια, με μουλάρια ή καρότσια.
Like a worm on a hook
Like a knight from some old fashioned book
I have saved all my ribbons for thee
If I, if I have been unkind
I hope that you can just let it go by
If I, if I have been untrue
I hope you know it was never to you…
Oh, like a baby, stillborn
Like a beast with his horn
I have torn everyone who reached out for me
But I swear by this song
And by all that I have done wrong
I will make it all up to thee…
I saw a beggar leaning on his wooden crutch
He said to me, “You must not ask for so much”
And a pretty woman leaning in her darkened door
She cried to me, “Hey, why not ask for more?”
Oh, like a bird on the wire
Like a drunk in a midnight choir
I have tried in my way to be free…
Δύο λευκά καφτάνια από βαμβάκι και ένα μαγιό, ένα κολιέ από φίλντισι και ένα βραχιόλι πλεγμένο με κοχύλια, ένα φουστάνι μακρύ στολισμένο από το χέρι του Δημήτρη Ντάσιου με μποέμ σταυροβελονιές, και ένα ζευγάρι δερμάτινα, από Έλληνα τεχνίτη, σανδάλια, είναι υπέρ αρκετά για την εδώ παραμονή μας.
Οτιδήποτε άλλο είναι περιττό, οτιδήποτε παραπάνω θα «κλοτσήσει» στην αφαιρετική, μίνιμαλ αισθητική που υπαγορεύει το νησί και που θέλει να σε οδηγήσει σε τάσεις και εικόνες και αναφορές της Ύδρας του Robert McCabe στα 50s, των 60s του Λέοναρντ Κοέν και της Μαριάν Ιλέν, του Τζορτζ Τζόνστον και της Τσάρμιαν Κλιφτ των πρωτοπόρων εστέτ διανοούμενων που αποίκισαν το νησί το 1955 με στόχο μια εναλλακτική ύπαρξη σε κάθε επίπεδο, και γύρω από εκείνους δομήθηκε η περίφημη μποέμ κοινότητα στα ’60s, και της Λαγουδέρας των 70s.
Τις δεκαετίες που ο πλούτος ήταν αθόρυβος και υπονοούνταν δεν επιδεικνυόταν, που η Ύδρα ήταν ισότιμη, αν όχι και ανώτερη, των διασημότερων θέρετρων της Ευρώπης πολύ πριν η Μύκονος «το πάρει χαμπάρι», και που συναγωνιζόταν στα ίσια τον κοσμοπολιτισμό του Κάπρι, του Πόρτο Φίνο και του Σεν Τροπέ. Και πάντα, μα πάντα, κέρδιζε στα σημεία.
Για την διαμονή μας συνήθως επιλέγουμε το Cotommatae, το αρχοντικό της οικογένειας Κοτομμάτη-Σκουλή που στέκει αγέρωχο από το 1810, με τα τα περίτεχνα ταβάνια του χολ και του σαλονιού, τους ξύλινους τοίχους και τις οροφές από καστανιά, τα ιδιαίτερα δάπεδα, τα αυθεντικά αντικείμενα και τα έπιπλα του, που μας ταξιδεύουν πίσω στο χρόνο, μια όαση ιδιωτικότητας στη καρδιά του νησιού.
Και το πρόγραμμα μας πάντα το ίδιο. Να την σεργιανίζουμε δίχως πρόγραμμα. Το νησί έχει έτσι κι αλλιώς τους δικούς του χαλαρούς ρυθμούς, κανείς και τίποτα δεν σε βιάζει να φτάσεις κάπου.
Αφήνουμε την ψάθινη τσάντα μας στο δωμάτιο «Θερινό» του Cotommatae που προτιμάμε ή στο δωμάτιο «Κελάρι», το οποίο αποτελεί μέρος του παλιού κελαριού του αρχοντικού και του υπνοδωματίου του προπάππου του ιδιοκτήτη που τώρα εκτελεί χρέη μιας ολόλευκη σουίτας δύο επιπέδων με ξύλινα δοκάρια, πετρόχτιστους τοίχους και μία υπέροχη εσωτερική ξύλινη σκάλα, και κατηφορίζουμε χέρι χέρι τα καλντερίμια που κατεβαίνουν προς το λιμάνι, τον πλακόστρωτο παραλιακό δρόμο με τα καφέ και τα υπέροχα μαγαζιά, τα Καλά Πηγάδια, τη πολύχρωμη παλιά γειτονιά της Κιάφας, τη Σπηλιά και τη Υδρονέτα, τα Καμίνια για μία γρήγορη βουτιά, εκεί στα ίδια βράχια που έχουν εμπνεύσει ποιητές και ζωγράφους, συγγραφείς, billionaires και hippies.
«Έχει μια τεράστια βεράντα με θέα τα εντυπωσιακά βουνά και τα αστραφτερά λευκά σπίτια. Τα δωμάτια είναι μεγάλα και δροσερά, με μεγάλα παράθυρα σε χοντρούς τοίχους. Υποθέτω ότι είναι περίπου 200 ετών και πολλές γενιές ναυτικών πρέπει να έχουν ζήσει εδώ» έγραψε κάποτε ο Leonard Cohen στην μητέρα του, περιγράφοντας της την τριώροφη κατοικία του στην Ύδρα.
Περπατάμε χέρι χέρι και γελάμε με όλα τα κλισέ που διαμαρτύρονται πως «Η Ύδρα δεν έχει θάλασσα για μπάνιο…».
Στο δρόμο συναντάμε φίλους, βλέπω την Αϊνόλα Τερζοπούλου μετά από άλλο ένα session yoga, βλέπω την Σάντρα Πρετεντέρη με την Νάντια Θεοχαράκη, στον Πειρατή παίρνουμε πρωινό με τα ζεύγη Σπύρου & Τατιάνας Πολλάλη και Παναγιώτη & Δόμνας Μπερνίτσα. Όμορφος κόσμος.
Δύο-τρεις ώρες μετά και είμαστε ακόμη εδώ. Μιλάμε για Τέχνη, για την διεθνή επικαιρότητα, για όμορφα καλοκαίρια και για αγαπημένους προορισμούς. Η Τατιάνα και η Δόμνα με ρωτάνε για τα αγαπημένα μου μαγαζιά στην Ύδρα. Τους μιλάω για το Everybody knows Hydra, που φιλοξενεί μοναδικές δημιουργίες Ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών και σχεδιαστών, έναν χώρο απόλυτα εναρμονισμένο με την απέριττη κομψότητα του νησιού, από τον οποίο μου αρέσει να προμηθεύομαι τα βενετσιάνικα slippers Vibi Venezia, τα αγαπημένα μου πουλόβερ KUJTEN από κασμίρι, αλλά και τις ιταλικές χειροποίητες τσάντες Maria La Rosa.
Timeless Hydra…
Τους ενημερώνω για το δεύτερο κατάστημα που άνοιξε η Elena Votsi στο νησί, για το Koutsikou, που δεν υπάρχει περίπτωση να έρθω στην Ύδρα και να μην το επισκεφτώ για να αγοράσω οτιδήποτε προτείνει. Αλλά οτιδήποτε. Τους λέω για το αγαπημένο κατάστημα Turquoise που πάντα ανακαλύπτω άλλο ένα μακρύ καφτάνι, ethically handcrafted από την Ινδία -ναι, αυτά που σου αρέσει να με ρωτάς από που τα βρήκα- φέτος εκτός από ένα λευκό και μπλε καφτάνι αγόρασα και ένα κολιέ σε ένα υπέροχο μπλε, ένα μαντήλι με τη Σημαία της Ύδρας και ένα καπέλο με έντονες ρίγες.
Ο Κοέν έγραψε για τους ανθρώπους που τον εισήγαγαν σ’ αυτό το ειδυλλιακό κεφάλαιο της ζωής του στην Ύδρα: «Έπιναν περισσότερο από άλλους ανθρώπους, έγραφαν περισσότερο, αρρώσταιναν περισσότερο, γινόντουσαν καλά περισσότερο, έβριζαν περισσότερο, ευλογούσαν περισσότερο και βοηθούσαν τους άλλους πολύ περισσότερο. Υπήρξαν μια μεγάλη έμπνευση για μένα».
Το αγαπημένο μας εστιατόριο στην Ύδρα είναι το «Il Casta». Δεν υπάρχει περίπτωση να έρθουμε στο νησί και να μην έχουμε (από καιρό) κλείσει τραπέζι στην καταπράσινη αυλή του, που παραπέμπει σε αντίστοιχες του Capri.
Και η ιστορία του Pietro Carola, που η μοίρα τον έφερε για εργασία στην Ύδρα πριν πολλά χρόνια και έκτοτε το νησί έγινε τόπος αγάπης και δημιουργίας, καθώς είναι ο ιθύνων νους πίσω από το πασίγνωστο Il Casta, είναι τόσο γοητευτική όσο και το vibe του εστιατορίου του.
Δίπλα σου μπορεί να τρώνε η Ευγενία Νιάρχου, η Bianca Brandolini, η Margherita Missoni, ή η Camille Charriere, αλλά να έχεις την αίσθηση πως η αυλή του Pietro έχει στρωθεί μόνο για εσένα και αυτόν που αγαπάς. Για την ιστορία, στα διπλανά μας τραπέζια δειπνούν ο Αλέξανδρος και η Έτα Σαμαρά με την κόρη τους Ελένη και την παρέα τους, ενώ σε ένα άλλο η Μαρία Ιωάννου με την δική της παρέα.
Ένα καθαρόαιμο ιταλικό εστιατόριο, που κρύβει όλο το γαστρονομικό ταπεραμέντο του Ιταλικού Νότου, με ένα δημιουργικό twist, μέσα από τη μαγειρική ματιά του Pietro, που περνάει τους χειμώνες του ανάμεσα σε ταξίδια, δοκιμές και πειραματισμούς, χτίζοντας μια εμπειρία χρόνων που θα δεις αποτυπωμένη στα ιδιαίτερα πιάτα του. Τα χειροποίητα ζυμαρικά του τα θυμάσαι έως την επόμενη εδώ επίσκεψη σου, με best of το Spaghetti del Saraceno, μία χειροποίητη pasta με λεμόνι και ginger, τα αχνιστά μύδια με θυμάρι, εσκαλότ και λευκό κρασί, και φυσικά το Frutti di Mare in Guazetto di Pomodorini, ένα θεϊκό πλατό με κυδώνια, γαρίδες, καραβίδες και μύδια, σερβιρισμένα με μπισκ και τοματίνια, που μας αρέσει να μοιραζόμαστε με τον Νικόλα. Λοιπόν, το εστιατόριο του Pietro έχει ένα μοναδικό, εντελώς δικό του vibe, αφού από την μία εδώ θα δεις να τρώνε όλοι όσοι γνωρίζεις και βρίσκονται στο νησί, αλλά την ίδια στιγμή είναι και απίστευτα ρομαντικό.
Δίπλα σου μπορεί να τρώνε η Ευγενία Νιάρχου, η Bianca Brandolini, η Margherita Missoni, ή η Camille Charriere, αλλά να έχεις την αίσθηση πως η αυλή του Pietro έχει στρωθεί μόνο για εσένα και αυτόν που αγαπάς. Για την ιστορία, προχθές, στα διπλανά μας τραπέζια τώρα δειπνούν ο Αλέξανδρος και η Έτα Σαμαρά με την κόρη τους Ελένη και την παρέα τους, ενώ σε ένα άλλο η Μαρία Ιωάννου με την δική της παρέα.
«Ευτυχία είναι να ανοίγεις την αυλαία του Σεπτεμβρίου ανάμεσα στα πορτρέτα-ψυχογραφήματα του George Condo, στο ΔΕΣΤΕ, στην Ύδρα.
🫏👁️ Εδώ, στα παλιά σφαγεία, περιτριγυρισμένη από τους γελωτοποιούς και τους αποστάτες, τους μοναχικούς και τους σάτυρους με τα παραμορφωμένα χαρακτηριστικά, που αποτελούν τις μορφές της έκθεσης «The Mad and the Lonely» του περίφημου Αμερικάνου καλλιτέχνη.
🫏👁️ Ευτυχία είναι να υποδέχεσαι το φθινόπωρο στο νησί των μποέμ και του Cohen, με το πιο γραφικό λιμάνι του κόσμου, και να διασχίζεις τον χωμάτινο δρόμο, έως να βρεθείς στον «Ήλιο» του Jeff Koons, φρουρό του @destefoundation , που φιλοξενεί τον ανθό της παγκόσμιας Σύγχρονης Τέχνης. Καλό μήνα!» ανεβάζω στο Instagram μου, αντί άλλης ευχής για τον νέο μήνα, μέσα από τα παλιά σφαγεία και πλέον εκθεσιακό χώρος του Ιδρύματος ∆ΕΣΤΕ, που φιλοξενεί κάθε χρόνο, από το 2009, µια έκθεση σύγχρονης τέχνης που σχεδιάζεται από έναν καλλιτέχνη ή µια ομάδα καλλιτεχνών, µε γνώμονα αποκλειστικά τον συγκεκριμένο χώρο.
Η έκθεση The Mad and the Lonely πραγματοποιείται έως τις 31 Οκτωβρίου 2024 και ενώ τα εγκαίνια της αποτέλεσαν άλλο ένα μεγάλο κοσμικό γεγονός -όπως τα περισσότερα εγκαίνια που διοργανώνει άλλωστε ο Δάκης Ιωάννου- η ίδια η έκθεση είναι από τα εικαστικά γεγονότα που επισκέπτεται το φιλότεχνο κοινό που σπεύδει κάθε μέρα, από όλον τον κόσμο.
Όπως σύντομα -με τους κανόνες των social media- προσπάθησα να μεταφέρω όσα είδα στο ΔΕΣΤΕ, η έκθεση περιλαµβάνει ορισµένους µικρής κλίµακας πίνακες αλλά και γλυπτά επιλεγµένα από τη µακρόχρονη καριέρα του George Condo.
Ακολουθώντας την παράδοση της προσωπογραφίας, τα έργα της έκθεσης απεικονίζουν ετερόκλητες ψυχές, οι οποίες έχουν απορριφθεί από την κοινωνία και βρίσκονται µετέωρες ανάµεσα σε καταστάσεις τρέλας και µοναξιάς. Θύµατα των ίδιων τους των εσωτερικών περιστάσεων, οι χαρακτήρες αυτοί αποδίδονται µε την αφηρηµένη, συχνά απόκοσµη, αλλά ταυτόχρονα οιονεί ανθρωπόµορφη τεχνοτροπία που χαρακτηρίζει το ιδιοσυγκρασιακό στυλ του George Condo.
Γεννηµένος στο Κόνκορντ του Νιου Χάµσαϊρ το 1957, ο Condo ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη. Σπουδάζει Ιστορία της Τέχνης και Θεωρία της
Μουσικής στο Πανεπιστήµιο της Μασαχουσέτης, ενώ το 1980 µετακομίζει στη Νέα Υόρκη, όπου εργάζεται ως τυπογράφος για τον Andy Warhol και συµµετέχει στην ανερχόμενη καλλιτεχνική σκηνή του East Village.
Το 1985 µετακομίζει στο Παρίσι, επιστρέφοντας πια µόνιµα στη Νέα Υόρκη το 1995. Εργάζεται µε ποικιλία µέσων, µεταξύ των οποίων το σχέδιο, το κολάζ και η γλυπτική, ωστόσο ο Condo θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της διεθνούς αναβίωσης της παραστατικής ζωγραφικής, µαζί µε τους Keith Haring και Jean-Michel Basquiat.
Η Ύδρα έχει πάντα ενδιαφέρουσες καλλιτεχνικές προτάσεις, εμείς κατηφορίζοντας προς το κέντρο του νησιού για να πάρουμε το sea taxi που θα μας μεταφέρει στο Mandraki για μπάνιο, σταματάμε στο Ιστορικό Αρχείο-Μουσείο του νησιού, για να δούμε από κοντά την έκθεση «Η Ζωή μίας Απώλειας» του Θανάση Λάλα.
Όσο απολαμβάνουμε τα 30 έργα του Λάλα, που όπως έχει πει ο ίδιος για αυτά «Ο μόνος λόγος δημιουργίας αυτών των έργων ήταν «…να κολυμπήσει η ψυχή μου σε πιο ήρεμα νερά και να συνεχίσω το ταξίδι μου, υπερβαίνοντας την ψυχική αναπηρία που προκαλεί ένας θάνατος, μια απώλεια τόσο καθοριστική για ψυχική ηρεμία», ακούμε τη ζωντανή μουσική από ένα πιάνο και ένα φλάουτο, που πλημμυρίζει τον χώρο και τις καρδιές μας.
Hydra, your favorite person and a few days away from the busy every day-that is my definition of happiness…
Είμαι χαρούμενη σαν ενθουσιασμένο παιδί και γαλήνια σαν σοφή ηλικιωμένη πριν καν φτάσω στον τελικό προορισμό μου, από το θαλάσσιο ταξί ακόμα που μας μεταφέρει από το λιμάνι της Ύδρας, στον πιο μαγικό κόλπο του νησιού, στον στρωμένο με λευκή πούδρα αμμουδιάς κόλπο, όπου βρίσκεται το Mandraki Beach Resort. Το Mandraki Beach Resort που δεν είναι άλλο από το Αρχοντικό του καραβοκύρη, πολιτικού και ναυάρχου, που διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ελληνική Επανάσταση του ’21, καθώς και στη μετέπειτα πολιτική ζωή του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ναι, το σπίτι του Ανδρέα Μιαούλη.
To Mandraki Beach Resort που αποτελεί το απόλυτο hidden gem για όσους αγαπάνε το κοσμοπολίτικο αυτό νησί και την bohemian chic αισθητική του, αλλά αποφεύγουν (και τα καταφέρνουν) to see and to be seen, όπως έκανε η mega blogger Chiara Ferragni, κατά την εδώ επίσκεψη της. Με το που προσεγγίζεις με το sea taxi από μακριά, τον λευκό κόλπο με το αρχοντικό Mandraki Beach Resort, το πρώτο συναίσθημα που σε πλημμυρίζει είναι η απόκοσμη ομορφιά του. Ένα συναίσθημα που τροφοδοτούν με την επιβλητικότητα και τον μυστικισμό τους, τα κανόνια του Μιαούλη, αυτά που σε υποδέχονται άλλωστε στον μόλο, στην παραλία, αυτά που σε συνοδεύουν εντέλει έως το δωμάτιο σου, που βρίσκεται -στην κυριολεξία- δύο (ναι δύο) βήματα από την θάλασσα. Λάθος μας, μα για όσους διαθέτουμε τις παραθεριστικές μας οικίες στις γειτονικές Σπέτσες, δεν επισκεπτόμαστε συχνά την Ύδρα. Την φωτογραφίζουμε καθώς την προσπερνάμε με το catamaran για τον επόμενο προορισμό, την έχουμε δίπλα μας, οπότε είναι πολύ εύκολο να πάμε είτε με το τρεχαντήρι για μπάνιο είτε για ένα ποτό είτε για μία ολοήμερη απόδραση από τον τόπο διακοπών μας, μα η αλήθεια είναι πως δεν το κάνουμε. Λάθος. Γιατί αν και τα δύο αυτά αρχοντικά νησιά έχουν την ίδια ιστορία, που συνέβαλαν στις νικηφόρες ναυμαχίες της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και τον ίδιο αέρα, χρώματα, αρώματα και κοσμοπολιτισμό που παραπέμπουν στο Amalfi και στο Capri της Νότιας Ιταλίας, τίποτα άλλο κοινό δεν έχουν μεταξύ τους. Και πρέπει, ναι πρέπει, να ζήσεις το laissez-faire και των δύο αυτών αριστοκρατικών νησιών.
Εδώ θέλεις να έρθεις για την πολυτέλεια του να ξυπνάς και να κοιμάσαι και η αμμουδιά της παραλίας να απλώνεται μπροστά -όχι μπροστά, στην πραγματικότητα πάνω- στις βεράντες του δωματίου σου. Για την πολυτέλεια του να μην χρειαστεί να φορέσεις παπούτσια ούτε μία φορά καθ’ όλη την εδώ παραμονή σου. Ούτε καν πέδιλα. Ούτε καν σαγιονάρες. Μπορείς να κυκλοφορείς όλη μέρα με το μαγιό σου και ένα μόνο παρεό, και η διπλανή ένοικος να φοράει μακριά μεταξωτά καφτάνια του Etro και του Zimmerman, Poupette St. Barth ή της Juliet Dunn και της Tory Burch που συνδυάζει με σανδάλια της Chanel ή με loafers του Loro Piana, και να είστε και οι δύο απόλυτα συντονισμένες με το σωστό dress code του resort. Για την πολυτέλεια της απόλυτης ησυχίας.
Τόση που ακόμη και η μουσική που απλώνεται στο resort, μάλλον περιττή είναι. Αλήθεια.
Και άλλη τέχνη, τέχνη παντού. Στην Wilhelmina’s Art Gallery μέσα στην θερινή αυτή αγκαλιά του Mandraki Beach Resort, και τώρα ταξιδεύω μέσα από το έργο Trimalchio’s Feast της Helen Flockhart (πάνω δεξιά) και το Self-Portrait της Irini Karayannopoulou (πάνω δεξιά).
«Year by year, month by month, day by day, thought by thought, steer your way…» -L. Cohen.«