Η γκαλερί CITRONNE ξεκινά την φετινή καλοκαιρινή της περίοδο με τη διπλή ατομική έκθεση του Κώστα Πανιάρα (1934–2014) στις 19 Μαΐου στον Πόρο. Η πρώτη παρουσιάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πόρου, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων του ΥΠΠΟΑ για τη Διεθνή Ημέρα Μουσείων. Η έκθεση στο Μουσείο είναι συνεπιμέλεια και συνδιοργάνωση της Γκαλερί CITRONNE με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων. Η δεύτερη έκθεση παρουσιάζεται στον χώρο της Γκαλερί.
Στη έκθεση «Αμφιθυμία της Μνήμης» που παρουσιάζεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο εκτίθενται για πρώτη φορά τα τελευταία επιζωγραφισμένα γλυπτά του εικαστικού από την ενότητα “Αφροδίτη”.
Παράλληλα στον χώρο της γκαλερί, παρουσιάζεται η έκθεση «Τοπία της Μνήμης», όπου τρισδιάτατα επιζωγραφισμένα έργα του καλλιτέχνη συνυπάρχουν με δυσδιάστατα λάδια, σχέδια και αρχιακό υλικό από την περίοδο 1960 ως το 2014, έτος του θανάτου του. Ο εκθεσιακός χώρος της γκαλερί δημιουργεί το γενικότερο πλαίσιο, ώστε να παραπέμπει θεματικά στην ενότητα που παρουσιάζεται στο Μουσείο. (Τα Εγκαίνια και των δύο εκθέσεων θα πραγματοποιηθούν το Σάββατο, 19 Μαΐου.
Η διπλή αυτή έκθεση επιχειρεί να δώσει μια όσο το δυνατόν πληρέστερη εικόνα από την σύνθετη προσωπικότητα και την εικαστική αναζήτηση του διεθνούς αυτού έλληνα καλλιτέχνη.
Για έκτη συνεχή χρονιά, στο πλαίσιο του εορτασμού της Διεθνούς Ημέρας Μουσείων, η γκαλερί CITRONNE συνεργάζεται με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πειραιώς και Νήσων. Η έκθεση με τίτλο «ΑΜΦΙΘΥΜΙΑ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ» εμπνέεται από ή συνομιλεί με την ταυτότητα του Μουσείου το οποίο, εξ ορισμού, είναι χώρος διατήρησης και προβολής της μνήμης. Τα σύγχρονα έργα του Κώστα Πανιάρα συνδιαλέγονται λειτουργικά με τα εκθέματα του Μουσείου καθώς η «Αμφιθυμία της Μνήμης» του δηλώνει και πραγματεύεται την αμφισημία του παρελθόντος.
Ως Έλληνας καλλιτέχνης προσπαθεί να διαχειριστεί μια υπερμεγέθη πολιτισμική κληρονομιά, το φορτίο ενός μακρού παρελθόντος. Αφετηρία των έργων του είναι τα συχνά κακοποιημένα γύψινα αντίγραφα των συμβόλων της Αρχαιότητας, αφορμάται, όμως, ταυτόχρονα και από τα αυθεντικά αρχαιολογικά μουσειακά εκθέματα, επεμβαίνοντας αδιακρίτως και στα δύο: τα επιζωγραφίζει, τα διχοτομεί, τα πολλαπλασιάζει. Καθιστά σαφή, ευκρινή και αναγνωρίσιμη την θεματική της ιστορικής μνήμης και τις συνέπειές της.
Η επιλογή των έργων του Κώστα Πανιάρα για το Αρχαιολογικό Μουσείο του Πόρου βασίζεται κατ’ αρχήν στο “αρχαιολογικό” τους ενδιαφέρον. Ταυτόχρονα, όμως, εστιάζεται στην επεξεργασία της μνήμης, συλλογικής και προσωπικής, η οποία συχνά γίνεται και τυραννική. Η αμφιθυμία του καλλιτέχνη αντανακλάται στις “αναπαραστάσεις” των επιλεγμένων συμβόλων, στις οποίες τα αντίγραφα άλλοτε πολλαπλασιάζονται και άλλοτε διχοτομούνται. Εκφράζεται, έτσι, η επιθυμία του για μια υπερήφανη εθνική συνέχεια, αλλά και η ανάγκη για απελευθέρωση από το βάρος της Ιστορίας.
Ο Κώστας Πανιάρας, ως διεθνής Έλληνας καλλιτέχνης, ψηλαφεί την ελληνική πολιτισμική κληρονομιά στην παγκοσμιότητα του μηνύματός της. Αναζητεί, όμως, ένα νέο, ιδιωτικό ορισμό, μια ατομική προσέγγιση της ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας.
It’s good to know:
Ο Κώστας Πανιάρας γεννήθηκε το 1934 στο Κιάτο Κορινθίας. Μετά τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής με το Θεόδωρο Λεκό, φοίτησε στην ΑΣΚΤ της Αθήνας με το Γιάννη Μόραλη ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα κοντά στην Ελένη Ζογγολοπούλου. Το 1956 παρουσίασε την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (γκαλερί Pane) και έφυγε για το Παρίσι, όπου μαθήτευσε στα εργαστήρια του Andre Lhote (ζωγραφική), του Gino Severini (ψηφιδωτό και νωπογραφία) και στην Ecole des Beaux Arts (λιθογραφία). Στο Παρίσι έμεινε μέχρι το 1975, με ενδιάμεσες διαμονές στις Η.Π.Α., την Περσία και την Άπω Ανατολή. Σε αυτό το διάστημα το έργο του εξελίχτηκε, αφομοιώνοντας στοιχεία από τη διεθνή σύγχρονη τέχνη. Στη ζωγραφική του υιοθέτησε από νωρίς μια χειρονομιακή γραφή και ερεύνησε τις σχέσεις που συνδέουν τη φόρμα με το φόντο, τονίζοντας ιδιαίτερα το ρόλο του χρώματος. Το χρώμα πρωταγωνιστεί σε όλες σχεδόν τις φάσεις της δουλειάς του, είτε σε εκρηκτικές μονοχρωμίες είτε σε απροσδόκητους συνδυασμούς που αναδεικνύουν το δυναμικό χαρακτήρα των συνθέσεων. Βαθμιαία άρχισε να δοκιμάζει τη χρήση του χρώματος σε τρισδιάστατα έργα, γλυπτά ή κατασκευές. Αυτή η στροφή, που καθόρισε τη μετέπειτα πορεία του έργου του, είναι ιδιαίτερα εμφανής από τη δεκαετία του 1980, μετά τη μόνιμη εγκατάστασή του στην Ελλάδα.
Αναδρομικές εκθέσεις του έργου του έχουν παρουσιάστηκαν το 1984 στην Πινακοθήκη Πιερίδη και το 2007 στο Μουσείο Μπενάκη, με τίτλο Τοπία και Ουτοπία. Πέθανε στην Αθήνα το 2014.