Εγκαίνια μιας υποδειγματικής έκθεσης έργων του Χρήστου Μποκόρου στην Ελληνογερμανική Αγωγή
Ένα σχολείο μεταμορφώθηκε κι αυτό δεν ήταν άλλο από την Ελληνογερμανική Αγωγή. Η κεντρική Αίθουσα Πολιτιστικών Εκδηλώσεων του σχολείου διαμορφώθηκε υποδειγματικά σε μια «κιβωτό», όπως ο ίδιος ο Χρήστος Μποκόρος είπε, προκειμένου εντός της να παρουσιαστεί με μελετημένο κι υποβλητικό φωτισμό η έκθεση ζωγραφικής του Έλληνα καλλιτέχνη. Τα εγκαίνια της εικαστικής του έκθεσης με τίτλο «ηρωικά αναστάσιμα» πραγματοποιήθηκαν την Τρίτη που μας πέρασε, και ο χώρος της έκθεσης, πλημμυρισμένος από το πλήθος κόσμου και τον ενθουσιασμό όσων βρέθηκαν εκεί, ήταν υποβλητικός. Μετέδιδε συγκίνηση λόγω της αισθητικής και πνευματικής ατμόσφαιρας που δημιουργούσαν τα έργα του καλλιτέχνη – ιδιαίτερα φιλοτεχνημένα και μοναδικά στο είδος τους.
Όπως ανέφερε ο ίδιος στην ομιλία του: «Η τέχνη πρέπει να αρδεύεται από τη ζωή. Η ίδια η ζωή είναι το νόημα της τέχνης». Συνδυάζοντας την ερχόμενη Εθνική Επέτειο και την αρχόμενη Άνοιξη ο Χρήστος Μποκόρος διαμόρφωσε ένα κλίμα αναστάσιμης μνήμης – μέσα από τις δικές του φθαρμένες σημαίες της Επανάστασης, μέσα επίσης από τα ταπεινά αγριολούλουδα και τις φλογίτσες των κεριών του – για ότι φαίνεται πως χάθηκε, αλλά δεν ξεχάστηκε ή βρίσκεται πάντα φωλιασμένο στο συλλογικό μας ασυνείδητο, όπως τόνισε η επιμελήτρια της έκθεσης, Ιστορικός και Κριτικός Τέχνης, Αθηνά Σχινά. Η ίδια ανάμεσα σε όσα ανέφερε, επίσης, επισήμανε χαρακτηριστικά, την ποιητικότητα που αποπνέει κάθε πίνακας του ζωγράφου. «Από την πρώτη, κιόλας, συνάντησή μου με τους ανθρώπους του σχολείου δεν δήλωσα φιλότεχνος. Αν θέλω να ορίσω την αγωνία που εκφράζουν τα έργα μου, θα προτιμούσα το φιλόπατρις», είπε στη δική του ομιλία ο Χρήστος Μποκόρος. Σε όσους βρέθηκαν εκεί θα μείνουν χαραγμένα στη μνήμη τα λόγια του εικαστικού δημιουργού που κάνουν περισσότερο κατανοητή τη θέση του απέναντι στη ζωγραφική και γενικότερα στη ζωή, καθώς την αποτυπώνει με αισθαντικούς τρόπους, μέσα από τους υπαινιγμούς των έργων του: «Η αντίστασή μου στη λήθη είναι να θυμάμαι και να αποδίδω το χρέος της μνήμης επ’ αγαθώ», ανέφερε. «Κρατάω από τον Ευαγγελισμό το, “μη φοβού” την καλή αγγελία».
Ομολόγησε επίσης στο τέλος πως όταν ζωγράφιζε αυτά τα έργα σιγοψιθύριζε ποιήματα του Σολωμού. Ως φυσική συνέχεια ήρθε η παρουσία του Έλληνα μουσικού και συνθέτη, Νίκου Ξυδάκη, ο οποίος τραγούδησε με ευαισθησία κι έπαιξε στο πιάνο αποσπάσματα του εθνικού μας ποιητή που έχει ο ίδιος μελοποιήσει.
Photo Credits: Studio Panoulis