ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

Δειπνώντας με τον Σωτήρη Σόρογκα τα ξακουστά ντολμαδάκια της Θεανώς…

Βράδυ Παρασκευής, το flying αφήνει τα απόνερα του στο στενό του Γαλατά και του Πόρου πηγαίνει τους ταξιδιώτες του στη Regatta στις Σπέτσες, εμείς στο ταβερνάκι της Θεανώς στο Ασκέλι, με την μία μόλις λάμπα να φωτίζει τις στιγμές μας –“σβήστε την παρακαλώ” ζητάει η Τατιάνα Σπινάρη Πολλάλη-, με τον απόηχο της έκθεσης του Κώστα Βαρώτσου να αγκαλιάζει το θαλασσινό αγέρα, και τα χιλιάδες αστέρια να προσπαθούν να ακούσουν τις κουβέντες και τα γέλια μας, τσουγκρίζουμε ψηλά τα ποτήρια μας στην επιτυχία της αυριανής έκθεσης του Σωτήρη Σόρογκα “Θαλασσινά Ξύλα”

Βράδυ Παρασκευής, στο ταβερνάκι της Θεανώς στον Πόρο...

Βράδυ Παρασκευής, στο ταβερνάκι της Θεανώς στον Πόρο…

10484453_10152491075212229_5753243646042939003_n
«Αφήστε την πέτρα πλέει και περιστρέφεται περιχυμένη δροσιές σκέφτεται μέσα στο χάος μικραίνει και μεγαλώνει στο μυαλό του περαστικού […] Αυτή η πέτρα ονομάζει βράδυ και ονομάζει μέρα ή λυκαυγές ή απόγευμα τα τρίσβαθά μας»
Δ.Π. Παπαδίτσας, Διάρκεια, VIII (1972)

“Αντικρύζοντας τους ζωγραφικούς πίνακες του Σωτήρη Σόρογκα ξεπηδάει στο νου μου ο στίχος του Ελύτη από το «Φωτόδεντρο: Ολόσωμος πάνω στο φως και μαύρος έως θανάτου». Τα σκουριασμένα σιδερικά, οι πέτρες, τα σάπια ξύλα αλλά και τα πρόσωπα στις περίφημες προσωπογραφίες του, κολυμπούν με διαβρωμένη την υπόστασή τους από την πανδαμάτειρα ισχύ του μέσα σε κύματα φωτός. Λευκού, κάποτε ψηλαφητού όπως η κιμωλία ή ο ασβέστης, κάποτε εκτυφλωτικά σημαινόμενου από τις σκιές και την φθαρτή φύση των πραγμάτων, που σέρνει στην σαγήνη του. Ολόσωμα πάνω στο φως, δηλαδή, και μαύρα έως θανάτου τα πράγματα, με χαίνουσες τις πληγές από την φθορά του χρόνου, είναι σαν να καλούν το λάδι του φωτός να επουλώσει. Να ιάσει και εν τέλει να λυτρώσει…”Ένα μόνο κεφάλαιο από την ευρύτερη μελέτη της ζωγραφικής του Σόρογκα που υπέγραφε τον περασμένο Δεκέμβριο ο Δημήτρης Κοσμόπουλος
Η οικοδέσποινα μας, η οικοδέσποινα της Γκαλερί Citronne και κριτικός Τέχνης Τατιάνα Σπινάρη Πολλάλη μας προσφέρει τα ξακουστά ντολμαδάκια της Θεανώς, ανοίγει θέματα προς συζήτηση που είναι ολοφάνερο πως οι απαντήσεις τους δεν θα βρεθούν πριν τα ξημερώματα, μας βρίσκει μία ξαφνική μπόρα μα κανείς δεν σηκώνεται από το τραπέζι, κανείς δεν φαίνεται να ενοχλείται από την βροχή, ο Σόρογκας συνεχίζει τον λόγο του με την βαθιά αλλά συγχρόνως ψιθυριστή του φωνή να διηγείται ιστορίες…

Mε τον Σωτήρη Σόρογκα και την Τατιάνα Σπινάρη Πολλάλη. Πόσες ιστορίες Θεέ μου…

Έχει γίνει αγαπημένη συνήθεια, ένα βράδυ πριν από τα εγκαίνια άλλης μίας συναρπαστικής έκθεσης στην Γκαλερί Citronne...

Έχει γίνει αγαπημένη συνήθεια, ένα βράδυ πριν από τα εγκαίνια άλλης μίας συναρπαστικής έκθεσης στην Γκαλερί Citronne…

“Από τα σπουδαστικά του χρόνια ο Σωτήρης Σόρογκας κινείται γύρω από την ιδέα της φθοράς: ερείπια, σκουριές, κατεστραμμένα καΐκια είναι η προσφιλής μόνιμη θεματολογία στα έργα του, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια. Η έκθεση στην γκαλερί Citronne, επικεντρώνεται στην πιο πρόσφατη ενότητα της δουλειάς του. Ο καλλιτέχνης αποτυπώνει τα επιπλέοντα ξύλινα απομεινάρια, τις ρημαγμένες βάρκες, τα σπασμένα ξύλα στα καρνάγια που ακουμπούν στην άμμο ή στους βράχους πάντα κοντά στο νερό. Η απτή φθορά και η αποσύνθεση των υλικών συμβολοποιούν τον χρόνο που φεύγει, την ζωή που φθίνει…” εξιστορείται η Τατιάνα και συνεχίζει… “Τα σκόρπια, άχρηστα, σπασμένα και φθαρμένα θραύσματα βγαίνουν από το περιβάλλον τους και τοποθετούνται σε μεγάλους καμβάδες, στο κέντρο. Παρουσιάζονται εμφατικά, σε γκρο πλαν, ως απόρροια από μια σχολαστική παρατήρηση και λεπτομερή σχεδίαση. Το φάσμα των χρωμάτων είναι περιορισμένο: μαύρο, γκρίζο, καφέ της σκουριάς, σε αντιπαράθεση με το απαστράπτον λευκό φόντο. Τα ίχνη από το μπλε χρώμα ανάμεσα στα αντικείμενα και το φόντο υπονοούν τη παρουσία της θάλασσας, Ο φωτογραφικός ρεαλισμός και το χαρακτηριστικό άσπιλο ύφος του καμβά προσθέτουν στην εικόνα μία υφή ντοκουμέντου, η οποία εντείνεται με την κυριολεκτική περιγραφική φύση του τίτλου. Τα στοιχεία αυτά αντιπαρατίθενται στην ποιητική υφή των έργων και μετατρέπουν τα απεικονιζόμενα αντικείμενα σε σύμβολα. Κυριαρχεί μια μορφοποιημένη αίσθηση μελαγχολίας, μια βαθιά σιωπή, καθώς τα μνημειακά αντικείμενα λειτουργούν ως αναφορές στο πέρασμα του χρόνου ακόμα και στον θάνατο. Η ονειρική ατμόσφαιρα τους προσδίδει μεταφυσική διάσταση.
Η πρώτη έκθεση του Σόρογκα το 1972 ήταν αφιερωμένη στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη, καθώς «…η ποίησή του είναι λιτή, μεστή, και έχει μια σπάνια νοηματική και εκφραστική πυκνότητα… συνύπαρξη του μεγαλείου και της φτώχειας, του αιώνιου και του φθαρτού, του άχρονου και ασύνορου, με τον ασφυκτικά κλειστό χώρο του σήμερα». Σαράντα χρόνια αργότερα, ο Σεφέρης επανέρχεται και σηματοδοτεί και αυτήν την τελευταία έκθεση…”

Δημήτρης Λυμπερόπουλος, Πέπη Ραγκούση

Δημήτρης Λυμπερόπουλος, Πέπη Ραγκούση

Με τον Γιώργο Νικολαϊδη και τον Δημήτρη Γκοσμάνη

Με τον Γιώργο Νικολαϊδη και τον Δημήτρη Γκοσμάνη

Είναι πλέον 2 τα ξημερώματα, τα χιλιάδες αστέρια αποκοιμήθηκαν από τις ιστορίες μας...

Είναι πλέον 2 τα ξημερώματα, τα χιλιάδες αστέρια αποκοιμήθηκαν από τις ιστορίες μας…

Έχουμε αφήσει ήδη πολλές ώρες τα μεσάνυχτα πίσω μας, οι ταξιδιώτες προς τη Regatta διασκεδάζουν σε κάποιο club του Παλιού Λιμανιού στις Σπέτσες, η μπόρα έχει αφήσει πίσω της τον πιο καθάριο ουρανό που μπορώ να ονειρευτώ, τα χιλιάδες αστέρια αποκοιμήθηκαν από τις ιστορίες μας, τα ποτήρια σηκώνονται άλλη μία φορά για να ευχηθούν “καλή επιτυχία” στην αυριανή έκθεση που θα παρουσιάσει η Γκαλερί Citronne για να αποτελέσει ένα από τα σημαντικότερα εικαστικά γεγονότα αυτού του καλοκαιριού…
Συνεχίζεται…
It’s good to know:
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1936. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1961. Κατά την διάρκεια των σπουδών του, το 1958, με υποτροφία του Εθνικού βασιλικού Ιδρύματος μελετά τη μεταβυζαντινή και λαϊκή τέχνη, και ασκεί για μερικά χρόνια το επάγγελμα του αγιογράφου. Το 1972, πραγματοποιεί την πρώτη του ατομική έκθεση «Σημειώσεις από την Ελλάδα», στην Αίθουσα Τέχνης Αθηνών Χίλτον, αφιερωμένη στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Την ίδια χρονιά, έλαβε ετήσια προσωπική χορηγία του Ιδρύματος Φορντ και περνάει ένα χρόνο στη Νέα Υόρκη, στο Σικάγο, στο Λονδίνο και στο Μιλάνο μελετώντας την σύγχρονη τέχνη. Δίδαξε σχέδιο και χρώμα στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Ε.Μ. Πολυτεχνείου από το 1964 ως το 2003. Σήμερα είναι ομότιμος καθηγητής. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Σύγχρονης Τέχνης, μέλος της Ομάδας για την Επικοινωνία και την Εκπαίδευση στην Τέχνη και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού θεωρίας της τέχνης «Σπείρα».
Η ζωγραφική του αξιοποιεί την ακρίβεια του σχεδίου σε συνθέσεις συχνά μονοχρωματικές και αποσπασματικές, όπου τα λυρικά αφηγηματικά στοιχεία αναπτύσσονται μέσα από τον διάλογο των αντικειμένων με τον χώρο. Οι θεματικές ενότητες στην δουλειά του παραπέμπουν στην ανθρώπινη ή την ιστορική μνήμη.
Έχει πλήθος ατομικών και ομαδικών εκθέσεων σε Ελλάδα και σε διεθνείς εκδηλώσεις οργανωμένες από το Υπουργείο Πολιτισμού, την Εθνική Πινακοθήκη, την Πινακοθήκη Πιερίδη και ιδιωτικές αίθουσες τέχνης (Τόκιο, Βρυξέλλες, Δουβλίνο, Σάο Πάολο, Νέα Υόρκη, Παρίσι, Ρώμη, Βασιλεία κ.α.). Έργα του βρίσκονται στην Εθνική Πινακοθήκη της Αθήνας, στις Πινακοθήκες Πιερίδη, Βορρέ και Μοσχανδρέου, στο Τελόγλειο Μουσείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Γουλανδρή στην Άνδρο, στα Υπουργεία Πολιτισμού και Εξωτερικών, σε δήμους, κοινότητες τράπεζες, οργανισμούς και σε πολλές ιδιωτικές συλλογές στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Το 1981 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε του Sau Paulo. Συμμετείχε στα Ευρωπάλια το 1982 (Βέλγιο)και στο 21ο Διεθνές Φεστιβάλ Ζωγραφικής (Cagnes-sur-Merlo, Γαλλία). Το 2004 βραβεύθηκε από την Ακαδημία Αθηνών για το σύνολο της καλλιτεχνικής του προσφοράς. Το 2010 τοποθετήθηκαν έξι μεγάλες συνθέσεις του στο Σταθμό Λαρίσης του Αθηναϊκού Μετρό.
Για το ζωγραφικό του έργο έχουν γραφεί μελέτες, άρθρα, κριτικές και τρεις μονογραφίες.

error: Content is protected !!