«Νομίζω πως σ’ έφτιαξα στο μυαλό μου»: Όλα όσα συνέβησαν χθες βράδυ στη κατάμεστη Γκαλερί Citronne!

Χθες βράδυ, το τελευταίο βράδυ του Οκτωβρίου, με βρίσκει στους άδειους ακόμα από κόσμο χώρους της αγαπημένης μου γκαλερί, για λίγες στιγμές μόνο δικές μου, ανάμεσα στα έργα της Νίνας Παπακωνσταντίνου, πλημμυρισμένη από τις λέξεις της, από την -διόλου τυχαία- επιλογή κειμένων, από μια ιδιαίτερη ιδιόχειρη διαδικασία, η οποία με ταξιδεύει στο αφήγημα της. Σε μισή ώρα από τώρα, η γκαλερί θα γεμίσει από το φιλότεχνο κοινό που ακολουθεί τυφλά τις προτάσεις της Citronne Gallery – Αθήνα, και της διευθύντριας του, Τατιάνας Σπινάρη Πολλάλη. Όμως τώρα, λίγες στιγμές πριν τα επίσημα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης της Νίνας Παπακωνσταντίνου, έχω την ευκαιρία να βρίσκομαι μόνη μου με την Ιστορικό Τέχνης και οικοδέσποινα αυτού του χώρου, και να με ξεναγεί βήμα βήμα, με αυτόπτη μάρτυρα την κάμερα μου, σε απευθείας σύνδεση με όλους εσάς, που με ακολουθείτε real time, μέσα από τα Instagram stories μου.


Follow me…



Ο τίτλος της έκθεσης της Νίνας Παπακωνσταντίνου «Νομίζω πως σ’ έφτιαξα στο μυαλό μου» παραπέμπει στο ποίημα της Σύλβια Πλαθ «Mad Girl’s Love Song», και υπαινίσσεται την αφετηρία και την πηγή των έργων που παρουσιάζονται, στα οποία η καλλιτέχνις χρησιμοποιεί αποσπάσματα ποίησης και πεζογραφίας γυναικών λογοτέχνιδων.



Η Παπακωνσταντίνου ακολουθεί μια ιδιαίτερη διαδρομή: δεν πρόκειται για θεματικές ή καλλιτεχνικές παραλλαγές, αλλά για την χειρωνακτική μετάπλαση κειμένων, για να «φτιάξει μέσα στο μυαλό της» και να αποδώσει τελικά μέσα από το συνδυασμό -το πλέξιμο διαφορετικών αποσπασμάτων- μια οπτική αίσθηση της γραφής, αλλά και μία νέα ανάγνωση.


Η επιλογή των κειμένων δεν είναι τυχαία. Οι λογοτέχνιδες προέρχονται από διαφορετικές χώρες, γράφουν σε διαφορετικές γλώσσες, παράγουν σε διαφορετικούς χρόνους. Κοινό στοιχείο ανάμεσά τους είναι το Πάθος, στην κυριολεκτική και στην ψυχολογική του έννοια.




Αυτό το κοινό αρχέγονο Πάθος, συναίσθημα σχεδόν ανεξέλεγκτο και, ταυτοχρόνως, πάθημα, δηλαδή πληγή και τραύμα, διέπει τα αποσπάσματα από την Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, την Άννα Αχμάτοβα, την Κική Δημουλά, την Μαργκερίτ Γιουρσενάρ, την Σύλβια Πλαθ, την Μαρία Πολυδούρη, την Ανν Σέξτον.


Τα αποσπάσματα αυτά η Παπακωνσταντίνου τα “επεξεργάζεται”: μεταγράφει και περιγράφει το κείμενο, με μια ιδιόχειρη διαδικασία. Κάθε κείμενο αντιγράφεται· στην συνέχεια αποδομείται, διαχωρίζεται και, κατόπιν, συσχετίζεται με κάποιο άλλο, με την διαδικασία της χειρωνακτικής πλέξης. Επιχειρεί, έτσι, να δημιουργήσει συνθήκες άμεσου, “κυριολεκτικού” διαλόγου ανάμεσα στις διαφορετικές ποιητικές δημιουργίες. Η απορρέουσα εντύπωση είναι η προσωπική εμπλοκή της καλλιτέχνιδος όχι μόνον ως προς την ανάγνωση του λογοτεχνικού κειμένου με τις συνεπαγόμενες δονήσεις και συγκινήσεις, αλλά και σε μια απόπειρα καλυμμένης ή και κρυφής επικοινωνίας. Πίσω από τα προκύπτοντα σχήματα, όπως ο σταυρός και τα χρώματα, όπως το κόκκινο του Πάθους, διακρίνεται αχνά μια διστακτική, αλλά αποκαλυπτική εξομολόγηση.




Το αποκύημα αυτής της επεξεργασίας αποτυπώνεται επάνω σε ανάγλυφα χαρτιά ελαιογραφίας, σε ρυζόχαρτα, και σε γιαπωνέζικα χειροποίητα χαρτιά, με μπλε, μαύρο και κόκκινο αρχειακό μαρκαδόρο. Η αποτύπωση της πλέξης, της χειρωναξίας, δημιουργεί μια νέα πλοκή- μια νέα αφήγηση, ενώ τα ίδια τα υλικά στα οποία αποτυπώνεται το αποτέλεσμα της διαδικασίας αυτής, συνδέουν περαιτέρω την πράξη της γραφής με αυτή του εργόχειρου.


Η έκθεση αναπτύσσεται αφηγηματικά με δύο σειρές επιτοίχια έργα, ένα τετράπτυχο σχέδιο και ένα βιβλιοδετημένο έργο, το οποίο αντλεί από τις ημερολογιακές σημειώσεις της Βιρτζίνια Γουλφ όταν έγραφε την «Κυρία Ντάλογουεϊ», ενώ κλείνει ως περιγραφή-αφήγηση, αποκαλύπτοντας στον θεατή ένα τμήμα του «εργαστηρίου», δηλαδή της διαδικασίας επεξεργασίας του υλικού της.



Φωτογραφίες: Studio Panoulis