ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

Tον φίλο μας που χάσαμε…

Του Χρήστου Χωμενίδη
Δεν πρόφτασε ο Χρήστος Γραμματίδης να σχολιάσει τη γραβάτα την οποίαν έδεσε κι έλυσε μέσα σε λιγότερο από μια ώρα ο Αλέξης Τσίπρας προχθές στο Ζάππειο, αφού την είχε αναγάγει σε φετίχ πιό απόλυτο από όσο η Ρίτα Χέιγουορθ το γάντι της στη θρυλική σκηνή του στριπτίζ στην ταινία “Τζίλντα”. Δεν πρόφτασε διότι πέθανε.
Η είδηση του θανάτου τού Χρήστου Γραμματίδη σήκωσε θρήνο στο πλήθος των διαδικτυακών, στους -όπως είναι φυσικό- πολύ λιγότερους διά ζώσης φίλους του. Εάν δεν περιηγείσθε στο φέισμπουκ, εάν δεν συχνάζετε στα δικαστήρια, στις αίθουσες συναυλιών, στα βιβλιοπωλεία ή στα μπαρ, στην “Αγορά” με μία λέξη των Αθηνών, πιθανότατα δεν θα’ χατε ακούσει ποτέ το όνομά του. Για χιλιάδες εντούτοις ανθρώπους, ο Χρήστος Γραμματίδης, που στα τριανταπέντε του διαγνώστηκε με λέμφωμα και λίγους μήνες αργότερα κατέληξε στο νοσοκομείο “Ευαγγελισμός”, θα αποτελεί παντοτινό σημείο αναφοράς. Για την εντυπωσιακή του ευρυμάθεια, το αστραφτερό του πνεύμα, την εγκαρδιότητά του. Για την απαράμιλλη γενναιότητα με την οποία αντιμετώπισε την αρρώστια του. Για το χάρισμα του να κοιτάζει λοξά την πραγματικότητα, να δένει το ιδιωτικό με το δημόσιο, να κρίνει με άλλοτε βιτριολικό κι άλλοτε τρυφερότατο τρόπο τα τεκταινόμενα. Έστω και από το κρεββάτι του απερίγραπτου πόνου. Μέχρι την προπαραμονή του προαναγγελθέντος τέλους του.
Πλάι στους πρωταγωνιστές της επίσημης Ιστορίας, τους πολιτικούς που διαμορφώνουν τη συλλογική μας μοίρα, τους καλλιτέχνες που νοηματοδοτούν τις ζωές μας, τους οικονομικά κραταιούς που αλλάζουν -με τον ένα ή με τον άλλον τρόπο- την όψη της χώρας, υπάρχουν πρόσωπα που σημαδεύουν βαθιά την κάθε γενιά. Χωρίς να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις. Δίχως να αφήσουν πίσω τους κάποιο απτό, μεγάλο έργο – είτε επειδή δεν θέλησαν είτε επειδή δεν πρόφτασαν. Είτε επειδή πιό ενδιαφέρουσα κι απ’ τα τυχόν έργα τους είναι η ζωντανή τους παρουσία. Αποτελούν εκείνοι οι ίδιοι ποιήματα εν κινήσει.
Η Ελλάδα, στους δυό αιώνες που υπάρχει ως ανεξάρτητη χώρα, δεν στερήθηκε τέτοια πρόσωπα, που εμψύχωναν και ενέπνεαν τους γύρω τους.
Ήταν ο Γιώργος Κατσίμπαλης, ο κατά Χένρυ Μίλερ “Κολοσσός του Μαρουσιού”, ο οποίος έδινε τον τόνο στην προπολεμική πνευματική κίνηση. Ήταν ο Κίτσος Μαλτέζος-Μακρυγιάννης, το χαρισματικότερο -κατά κοινή ομολογία- παιδί στην μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εποχή, το πιό ελπιδοφόρο θύμα του εμφύλιου σπαραγμού, “εάν δεν είχαν δολοφονήσει τον Κίτσο, τα πράγματα θα’χαν εξελιχθεί αλλιώτικα…” επιμένουν όσοι από τους συνομήλικούς του ζουν ακόμα. Ήταν οι Νίκος Καρύδης και Αλέκος Πατσιφάς, όχι τόσο ως ιδρυτές του εκδοτικού “Ίκαρου” και της δισκογραφικής “Λύρας” -επιχειρηματίες πάει να πει- όσο γιατί στάθηκαν οι “μαιευτήρες” του νέου κύματος στην ποίηση και στο τραγούδι μας. Ήταν ο Μίμης Δεσποτίδης -ο Πέτρος στον “Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου” της Άλκης Ζέη- που, μετά τον Εμφύλιο, δάνεισε στην Αριστερά τη δική του γοητεία, τη βοήθησε να αποβάλει τη μνησικακία και τις αγκυλώσεις της, να αποκτήσει μια ουμανιστική, ρηξικέλευθη αύρα. Προσωρινά έστω… Ήταν η Μάνια Καραϊτίδη, οικοδέσποινα στο τελευταίο φιλολογικό σαλόνι της Αθήνας, στο “Βιβλιοπωλείον της Εστίας”. Ο Γιώργος Μακρής, ο καφενόβιος προφορικός φιλόσοφος που αυτοκτόνησε μετά την επικράτηση της Χούντας, Ήταν ο Τάσσος Φαληρέας
Μην παρεξηγηθώ. Δεν εννοώ ότι τα παραπάνω πρόσωπα αγκάλιαζαν τις πλατιές μάζες. Απείχαν ίσα-ίσα τόσο πολύ από τον συρμό, αντιμετώπιζαν τη ζωή τόσο διαφορετικά, ώστε ο αποκαλούμενος “μέσος άνθρωπος” μάλλον θα τους παρεξηγούσε ως “πτωχαλαζόνες, ασχολούμενους εις έργα μη κοινώς παραδεδεγμένης χρησιμότητος”, όπως το διατύπωσε για τον εαυτό του ο Παπαδιαμάντης. Λειτούργησαν ωστόσο σαν προφήτες. Επαγγέλθηκαν μια άλλη Ελλάδα, πιό φωτεινή, πιό φτερωτή, λιγότερο καθηλωμένη στις ονειρώξεις και στα τραύματά της. Και αν η προφητεία τους δεν εκπληρώθηκε, μεταλαμπαδεύθηκε στους επόμενους. Άντεξε περισσότερο από τα πομπώδη “οράματα” που αντήλλασαν με ψηφαλάκια οι παντός καιρού χαλασοχώρηδες. Οι πατριδέμποροι, εργατοπατέρες, γραμμιτζήδες των κομματικών σωλήνων ένθεν και ένθεν.
Εκείνο που θα μείνει από τον Χρήστο Γραμματίδη, εκείνο που εξέφραζε για λογαριασμό της γενιάς του -των Ελλήνων που γεννήθηκαν ανάμεσα στο 1980 και στο 2000- είναι, νομίζω, ο ευγενής εκλεκτικισμός. Το χάρισμα του να διαλέγει τα καλύτερα, τα πιό ενδιαφέροντα από παντού -από κάθε ιδεολογικό χώρο, από κάθε καλλιτεχνικό ρεύμα- και να τα συνδυάζει αρμονικά, πλουτίζοντας τον εαυτό του και τους γύρω του.
Το επιχείρησε και η δική μου γενιά, όσοι ξεφύγαμε από την υπερπολιτικοποίηση των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης και αντιληφθήκαμε -για παράδειγμα- ότι ο “Πυρετός το Σαββατόβραδο” με τον Τζον Τραβόλτα ήταν ταινία πιό αυθεντικά λαϊκή από τα απόνερα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού στον κινηματογράφο. Όσοι εκτιμήσαμε την υψηλή -και μαζική συνάμα- τέχνη του Γουόλτ Ντίσνεϋ. Μάς μπλόκαραν ωστόσο και μάς πόλωσαν όλα εκείνα που ακολούθησαν τη χρεοκοπία του 2010. Το τσουνάμι του λαϊκισμού, το κίνημα του “Ψόφα!”, ο κανιβαλισμός των “Αγανακτισμένων”.
Η γενιά του Χρήστου Γραμματίδη ήταν πολύ νέα ώστε να ενοχοποιηθεί για παλιές αμαρτίες. Μπορούσε ο ίδιος και οι φίλοι του να υποστηρίζουν ευθαρσώς το Ναι στο δημοψήφισμα του 2015 δίχως να έρχονται σε εμφύλια ρήξη με τους οπαδούς του Όχι. Μπορούσε να ιχνηλατεί και να προετοιμάζει το μέλλον της πατρίδας έχοντας επί της ουσίας υπερβεί τις προκαταλήψεις και τις πληγές του παρελθόντος.
Το να είσαι διαφορετικός – ιδιοσυγκρασιακά, ερωτικά, στα γούστα σου και στις συνήθειές σου- δεν σε τοποθετούσε πλέον στο στόχαστρο. Δεν σε ανάγκαζε σε στάση άμυνας, διαρκούς αντίστασης. Το να παθιάζεσαι εξίσου με την ποίηση του Σεφέρη και με τον Παναθηναϊκό, με την όπερα και με τη μαχόμενη δικηγορία δεν σε έκανε ιδιόρρυθμο. Δεν αποτελούσε καν θέμα, όπως όταν Μανόλης Αναγνωστάκης είχε δηλώσει ότι του αρέσει το ποδόσφαιρο και είχε σοκάρει τους πνευματικούς κύκλους.
Το να σου έχει γίνει δεύτερη φύση ο καλπασμός της τεχνολογίας, να έχεις εξ’απαλών ονύχων συμφιλιωθεί με το δεδομένο ότι κατά τον ρου του βίου σου πολλές φορές θα αλλάξεις διαμονή, επάγγελμα και η μόνη μάλλον σταθερά θα είναι η ηλεκτρονική διεύθυνσή σου, το ι-μέιλ σου…
Πιστεύω ακράδαντα πως οι σημερινοί εικοσιπεντάρηδες, οι σημερινοί τριανταπεντάρηδες -και ας μεγάλωσαν ή μάλλον ακριβώς επειδή μεγάλωσαν μέσα στην κρίση- διαθέτουν όλες τις προοπτικές για να την υπερβούν ουσιαστικά. Για να αφήσουν πίσω τους τις παθογένειες του εθνικού μας τέλματος. Για να αποδειχθούν οι πρώτοι -ύστερα από πολλές δεκαετίες- αυθεντικά κοσμοπολίτες Έλληνες. Εδώ κι αλλού, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του παγκόσμιου χωριού.
Η ευγενική ανάμνηση του Χρήστου Γραμματίδη ας τους συντροφεύει.
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

Από τον Χρήστο Χωμενίδη για το capital.gr

error: Content is protected !!