ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΡΑΣ

Μία μέρα μετά την μεγάλη πυρκαγιά…

Ήθελα να σας γράψω για την πρώτη εικόνα που αντίκρισα προχθές το βράδυ καθώς πλησίαζε το flying στο λιμάνι. Το flying που μας έφερνε στις Σπέτσες για τις φετινές καλοκαιρινές μας διακοπές. Ήταν το φούξια της βοκαμβίλιας, σαν πύρινο φιλί πάνω στον μεγάλο λευκό τοίχο του σπιτιού μου. Αυτή την βοκαμβίλια μπορώ να την διακρίνω από μίλια μακριά. Και κάθε που την συναντάει το βλέμμα μου, είναι σαν να βλέπω την κυματιστή σημαία των διακοπών μου.

Σπέτσες…

Ήθελα να σας γράψω για το άρωμα που άφηναν οι μακριές μπούκλες της Ελμίνας στην πρώτη της βόλτα με το ποδήλατο, καθώς πλησίαζε ευτυχισμένη την πλατεία της Μπουμπουλίνας. Ήταν το άρωμα του αμυγδαλωτού. Αυτό το μοναδικό άρωμα της ζάχαρης που αναδύεται την στιγμή που το αμύγδαλο λιώνει στην ορμή του ροδόνερου.
Ήθελα να σας περιγράψω ένα ένα ξεχωριστά τα γνώριμα πρόσωπα των ντόπιων που συνάντησα με το που πάτησα το πόδι μου στα βοτσαλωτά της Ντάπιας. Τα χαμογελαστά καλωσορίσματα τους, τα κελαηδιστά “πως ήταν ο χειμώνας σου;”, σαν γάργαρο τραγούδι στα αυτιά μου. Και το κομψό παζλ των παραθεριστών, καθώς τους προσπερνούσα στην promenade με τους φοίνικες, προς το Παλιό Λιμάνι. Οι φωνές τους, καθώς ακούγονταν πάνω από τα ποδήλατα τους, τα γέλια τους που χάνονταν κάθε που περνούσε ένα θαλάσσιο ταξί, τα παρακαλετά των παιδιών για ένα ακόμα παγωτό, τα τσουγκρίσματα των ποτηριών έξω από του Καπελογιάννη και τα πέταλα των αλόγων, καθώς περίμεναν άλλο ένα ζευγάρι, στην χιλιοφωτογραφημένη στροφή, στου Ορλώφ.
Ήθελα να σας πω για την απολαυστική μου βόλτα έως το φυτώριο. Και να σας στείλω φωτογραφίες από τις λεβάντες και τους βασιλικούς που επέλεξα για τα παρτέρια. Και δύο όμορφες, πεντάμορφες, καμαρωτές και αγέρωχες ελιές. Για τα μεγάλα λευκά πιθάρια. Είμαι σίγουρη πως θα σας ενθουσίαζαν τα πράσινα και βιολετιά τους, πως αν κλείνατε τα μάτια θα ενθουσιαζόσασταν με τα πλούσια αλλά συνάμα ελαφριά αρώματα τους.
Να σας περιγράψω την γεύση των σύκων από τα δέντρα του κήπου της Ναλίτας και τα αρώματα του δυόσμου που κουβάλησα από το μποστάνι με το ψάθινο καλάθι μου, για το τραπέζι του πρώτου Αυγουστιάτικου μεσημεριού, κάτω από την πέργκολα.
Και μετά, όταν όλοι θα αποσύρονταν στην δροσιά των δωματίων τους να ξεκουραστούν, εγώ θα άνοιγα τον υπολογιστή μου και θα έγραφα όλα αυτά που ήθελα να μοιραστώ μαζί σας. Και ήμουν μόλις δώδεκα ώρες στο νησί…

“Μαμά φωτιά! Όλο το νησί είναι μέσα στις φλόγες…” ακούω την όλο αγωνία φωνή της κόρης μου, από το ιστιοπλοϊκό της…
Καμία ομορφιά δεν μπορεί να αποτυπωθεί όταν μυρίζεις την λάβα την φωτιάς, όταν γύρω σου καίγονται τα πάντα. Όλα όσα αγαπάς. Όλα όσα ήθελα να σας πω για τις πρώτες μου ώρες στο νησί. Αποκαΐδια η χαρά, η φωτιά έκαψε στο διάβα της την ομορφότερη ημέρα του χρόνου όλου, την πρώτη μέρα του Αυγούστου. Κάηκε ολάκερη η πίσω μεριά του νησιού, τα χαμόγελα πάγωσαν. Οι ντόπιοι κλαίνε, τα παιδιά φοβούνται. “Μαμά τι θα έπαιρνες μαζί σου αν έπαιρνε το σπίτι μας η φωτιά;” , “Εσένα χαρά μου, Μόνο εσένα και όλες τις όμορφες στιγμές”.
Τα αεροπλάνα πετάνε πάνω από το νησί μας, ετοιμοπόλεμα πέφτουν στην φωτιά. Η καρδιά σκίζεται στα δύο, το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κλείσεις τα μάτια και να ονειρευτείς όλο το πράσινο των Αγίων Ανάργυρων, την εξωπραγματική ομορφιά της Ξυλοκέριζας, τα πευκόφυτα δάση και τα κυπαρίσσια έως τις ακρογιαλιές. Και να παρακαλέσεις με όλη την δύναμη της ψυχής σου, όταν τα ανοίξεις να συνειδητοποιήσεις πως δεν ήταν τίποτα άλλο από ένα κακό όνειρο, πως πάει, τελείωσε πια, όλα θα ξαναγυρίσουν στους κανονικούς τους γλυκούς και νωχελικούς ρυθμούς.
Γλυκούς σαν την κάτασπρη άχνη του αμυγδαλωτού και νωχελικούς σαν μεσημέρι Αυγούστου…

error: Content is protected !!