Ευχάριστες διαπιστώσεις τσιμπολογώντας απολαυστικές μπουκίτσες Siamese bao buns…
A foodie is a person who has an ardent or refined interest in food and alcoholic beverages.[1] A foodie seeks new food experiences as ahobby rather than simply eating out of convenience or hunger.
Την περασμένη Παρασκευή πήγαμε για φαγητό στο Oozora The House. Σας έχω γράψει για αυτό, το επισκέφτηκα πρώτη φορά την τελευταία εβδομάδα του ’15 και περίμενα πως και πως την πρώτη εβδομάδα του ’16 για να ξανά πάω.
Μου αρέσει η αισθητική του, το service, η διακριτική οικειότητα, η θερμή υποδοχή του Νεκτάριου Ντάλλας, οι ιστορίες που μοιραζόμαστε με τον Γιώργο Βενιέρη, το ίδιο το venue -τόσα χρόνια αγαπημένο αλλά και τόσο διαφορετικό- και φυσικά, το ίδιο το φαγητό.
Όμως, το θέμα μας δεν είναι το συγκεκριμένο εστιατόριο αλλά μία ευχάριστη διαπίστωση-έκπληξη που αντιλήφθηκα, καθώς χάζευα τα υπόλοιπα τραπέζια απολαμβάνοντας την κάθε γουλιά του Negroni μου, όσο περιμέναμε τα starters.
Αν και το Oozora θεωρείται ένα από τα καλύτερα εστιατόρια αυτής της σεζόν, και μία βραδιά σε ένα από τα minimal επιρροής τραπέζια του θεωρείται σε κάθε περίπτωση “εμπειρία”, παρατηρώντας προσεκτικά το crowd της αίθουσας είναι τελείως, μα τελείως, διαφορετικό από αυτό που θα ήταν δέκα χρόνια πριν. Ή, για να είμαι πιο συγκεκριμένη, ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που θα ήταν πριν τα χρόνια της οικονομικής ύφεσης και του τέλους μίας ολόκληρης εποχής…
Κάνοντας ένα γρήγορο flash back στα “καλά” εστιατόρια εκείνων των ξεδιάντροπων δεκαετιών, μπορώ εύκολα να θυμηθώ τους μόνιμους θαμώνες των κεντρικών τραπεζιών, τις θορυβώδεις παρουσίες, τα τρανταχτά γέλια, τα ακόμη πιο τρανταχτά ντυσίματα, τις πέντε-έξι, δέκα το πολύ παρέες που διαλύθηκαν πια στην αιματοβαμμένη αρένα των οικονομικών ανατροπών, και που οι κύριοι έτρωγαν Black Cod ή Rib Eye και οι κυρίες… πράσινη σαλάτα.
Το crowd που είδα εγώ την Παρασκευή το βράδυ αποτελούνταν από cool παρέες με ήσυχη αισθητική και καλούς τρόπους. Ξέρουν πολύ καλά τι θέλουν να παραγγείλουν, κόβουν με τα χέρια τους απολαυστικές μπουκίτσες από τα Siamese bao buns και τις βουτούν στην σάλτσα τους -αν ήθελαν πράσινη σαλάτα δεν θα ερχόντουσαν εδώ να την φάνε, απλά για να δείξουν το άρτι αποκτηθέν outfit από την Luisa-, ενώ τα βελούδινα Cantonese dumplings και το εξαιρετικό Pad thai τα συνοδεύουν με πλήθος πληροφοριών που σχετίζονται με την ποιότητα αλλά και την παρασκευή τους. Κάποιοι από αυτούς έχουν την οικονομική άνεση να τρώνε κάθε βράδυ σε αντίστοιχα εστιατόρια, κάποιοι άλλοι μπορούν να το κάνουν σποραδικά, σπάνια, η ουσία είναι πως δεν αναγνωρίζεις ποιος είναι ποιος. Και αυτό είναι ανακουφιστικό….
“Τρώμε με φίλους σ’ ένα μαγαζί και εδώ και 10 λεπτά συζητάμε για το πόσο άπαιχτο είναι το φαγητό στη Σπονδή, πόσο μοναδική εμπειρία είναι να τρως εκεί, πόσο αξίζει τον κόπο να κάνεις λίγη οικονομία στις εξόδους μέσα στο μήνα για να μπορέσεις να πας. Αυτό είναι η μεγάλη κουζίνα: να μαζεύεται μια παρέα 8 ατόμων και να φτιάχνει τη βραδιά της συζητώντας για τις γεύσεις σου, για την ατμόσφαιρά σου, για τα γλυκά σου και για το τρόλεϊ με τα τυριά σου. Στον κομμουνισμό του μέλλοντος να θυμηθούμε ότι θα πρέπει να μπορούν όλοι να τρώνε έτσι” έγραφε συμπτωματικά και χιουμοριστικά την ίδια ημέρα ο Χρήστος Γραμματίδης στον λογαριασμό του στο fbk.
“Η κρίση έφερε μια τεράστια αλλαγή στον τρόπο που διασκεδάζουμε. (Πολύ) Λιγότερο μπουζούκια και club, πολύ περισσότερο bar, cocktail και φαγητό. Αυτό οδήγησε την Αθήνα σε μια γαστρονομική έκρηξη, με πολλά νέα openings τα τελευταία χρόνια, και με κατακόρυφη βελτιώση της εστιάσης σε όλους της τους τομείς. Τόσο, που να μπορώ να πω με σιγουριά, καθώς τα τελευταία χρόνια έχω γυρίσει τον μισό πλανήτη, πως η Αθήνα μπορεί να γίνει ένας εξαιρετικός γαστρονομικός προορισμός για τουρίστες απ ‘όλο τον κόσμο.Και εμείς να μείνουμε “για πάντα χοντροί, για πάντα χοντροί, σ’αυτό τ’ανηφόρι που λένε ζωήηηηηηη”
(By the way, πάρτε και το best of του Panos Deligiannis για το 2015. Είναι ο ανθρωπος που εμπειστεύομαι περισσότερο απ όλους όταν έχει να κάνει με φαγητό.) έγραψε ο Αλβέρτος Ρεβάχ στον δικό του Τοίχο.
Από την περασμένη Παρασκευή πήγα άλλη μία φορά στο συγκεκριμένο εστιατόριο– χθες με τον άντρα μου για να γιορτάσουμε την 9η επέτειο του γάμου μας-, και αυτή τη στιγμή που γράφω αυτές τις διαπιστώσεις ετοιμάζομαι να πάω άλλη μία φορά, με τις φίλες μου. Ο κόσμος κάθε μα κάθε φορά που επισκέπτομαι είτε το Oozora είτε το DeCounti Bistrot είτε οποιοδήποτε άλλο εστιατόριο που έγινε στέκι, δεν βρίσκεται εκεί to see and to be seen ούτε φυσικά για να ικανοποιήσει απλά το συναίσθημα της πείνας. Δεν θεωρεί πως σπαταλάει τα χρήματα του όταν πρέπει να τα διαθέσει για να δοκιμάσει μία νέα γαστρονομική πρόταση του Γιώργου Βενιέρη, ενώ δεν νιώθει την ανάγκη να φορέσει τα “καλά” του, έστω κι αν το τραπέζι του βρίσκεται στο κέντρο της σάλας του εστιατορίου.
Ευτυχώς, και οι υπόλοιποι θαμώνες του εστιατορίου είναι εξίσου νορμάλ άνθρωποι, όλοι οι υπόλοιποι –thanks God– εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας στην χαοτική μαύρη τρύπα των περασμένων δεκαετιών...